ΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΛΕΦΕΒΡ «Ο ΧΙΤΛΕΡ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ»

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΡΚΕΤΟΥ

λεφεβρ

 

Ο μικρός τόμος που κρατάτε στα χέρια σας αναλύει την κατάσταση στη Γερμανία όταν ο ναζισμός έχει πλέον εδραιωθεί, αλλά δεν έχει ακόμη εξαπολύσει τον πόλεμο για την κατάκτηση της Ευρώπης. Αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο για την εποχή, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο έργο του γνωστού Γάλλου ιστορικού, συγκαιρινού του, του τότε τροτσκιστή Ντανιέλ Γκερέν, Η φαιά πανούκλα, που μεταφράστηκε νωρίτερα στη γλώσσα μας και δίδαξε πολλά στην αριστερά, ιδίως στους αναρχικούς, ήδη από τη δεκαετία του 1970.[1] Είναι πολλαπλά χρήσιμος για εμάς σήμερα, που συνεχίζουμε τον αγώνα έχοντας πετύχει την πρώτη σημαντική μας νίκη σε βάρος των ελλήνων ναζί, καθώς δείχνει με οξυδέρκεια τις μεθόδους που οι γερμανοί ομόλογοί τους χρησιμοποίησαν για να πάρουν την εξουσία, την ωμότητα των συντηρητικών συμμάχων τους και τα λάθη της αριστεράς που τούς επέτρεψαν να το κάνουν, καθώς και τις βασικές πλευρές του χιτλερικού καθεστώτος. Ο Λεφέβρ δεν γράφει εδώ με την αποστασιοποίηση του θεωρητικού, αλλά με την αγωνία του δημοκράτη που βλέπει να εκτυλίσσονται στη χώρα του διαδικασίες ανάλογες με κείνες που έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία, και προσπαθεί να τις σταματήσει. Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί συμπληρωματικά με το κλασικό συνθετικό έργο για τον φασισμό που διαθέτουμε στα ελληνικά, του Πάξτον, καθώς και τη μελέτη του Κόλιν Σπαρκς για τις στρατηγικές που χρησιμοποίησε με επιτυχία το αντιφασιστικό κίνημα.[2] Αν κάποιες από τις απόψεις του μάς φαίνονται γνωστές, αυτό συμβαίνει όχι επειδή ήταν τρέχουσες κι εκείνη την εποχή, στην πραγματικότητα δεν ήταν διόλου δημοφιλείς εκτός της αριστεράς, αλλά επειδή ο πόλεμος και το Ολοκαύτωμα δικαίωσαν τραγικά την κριτική στον ναζισμό που προπολεμικά διατύπωνε σχεδόν μόνη η ριζοσπαστική αριστερά. Τέτοιες απόψεις δεν ακούγονταν ευρύτερα ώσπου να ξεκινήσει τον πόλεμο ο Χίτλερ, κι ελάχιστα συζητούνταν στον συντηρητικό και το φιλελεύθερο χώρο. Η ιστορική γνώση που συσσωρεύτηκε έκτοτε μάς επιτρέπει να μιλήσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια και ακρίβεια για πολλά από τα ζητήματα που θίγει ο Λεφέβρ, αλλά οι εκτιμήσεις του γενικά δεν διαψεύστηκαν, ενώ τα σημεία στα οποία εστίασε την προσοχή του αποδείχτηκαν, όπως εύκολα διαπιστώνουμε εκ των υστέρων, καίριας σημασίας. Προτού εξετάσει συνοπτικά τι έκαναν οι Ναζί στα πρώτα πέντε χρόνια του καθεστώτος τους, ο Λεφέβρ παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο κέρδισαν την εξουσία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στη σχέση μεταξύ Χίτλερ και τραπεζικού κεφαλαίου, ενώ ως κοινωνικό στίγμα της ναζιστικής κυβέρνησης ορίζει την ένωση των διάφορων μερίδων του γερμανικού κεφαλαίου γύρω από τη μεγαλοαστική τάξη (γαιοκτήμονες, μεγαλοβιομήχανοι, τραπεζίτες), η οποία μπόρεσε επίσης να συσπειρώσει, μέσω του Χίτλερ, μεσοαστούς και μικροαστούς. Συνοψίζει με κλασική λιτότητα τα βασικά του χαρακτηριστικά: «Ο χιτλερισμός δεν έχει  τόσο συγκεκριμένη βάση. Εντούτοις δεν πρόκειται για μια στιγμιαία αντίδραση. Αντιπροσωπεύει ένα νέο «σύστημα», δηλαδή μια προσπάθεια του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου να επιβιώσει μέσα στη γενική κρίση του καπιταλισμού και να προσαρμόσει την οικονομία και το κράτος στις ανάγκες του. Προσπαθεί να διασωθεί χρησιμοποιώντας εναλλάξ τη βία και το πολιτικό ψέμα σε πρωτόγνωρη μέχρι στιγμής κλίμακα» Το μεγάλο κεφάλαιο άνοιξε στον Χίτλερ τις θύρες του κράτους, το οποίο τότε όπως και τώρα ελεγχόταν από τους καπιταλιστές σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο ήθελαν να παραδεχτούν οι θεωρίες που ήταν της μόδας στη μεταρρυθμιστική αριστερά τις δεκαετίες της οικονομικής άνθησης. Εύστοχα τονίζει ο συγγραφέας ότι οι Ναζί πήραν την κυβέρνηση με νόμιμες διαδικασίες, φροντίζοντας να μη συσπειρώσουν εναντίον τους την αριστερά, την οποία φυσικά εξαρχής σκόπευαν να τσακίσουν, και βοηθήθηκαν εδώ από τη γραμμή που κυριαρχούσε μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών, τη γνωστή μας ‘θα τούς ταράξουμε στη νομιμότητα’. Επίσης αναδεικνύει τη συναίνεση που εξασφάλισε ο ναζισμός, αφενός μέσω της επιδέξιας χειραγώγησης και αφετέρου χάρη στην απροθυμία των σοσιαλδημοκρατών να αναλογιστούν το πού οδηγούσε η λογική του. Στη ρίζα των αλλεπάλληλων λαθών της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ο Λεφέβρ διακρίνει την αντίληψή της για τον εξελικτικό σοσιαλισμό, η οποία περίμενε να έρθει ο σοσιαλισμός ‘σαν ώριμο φρούτο’ –ακριβώς αυτή την έκφραση χρησιμοποιεί! Έτσι το κόμμα του Έμπερτ και του Νόσκε κατέστρεψε την ιστορική ευκαιρία που πρόσφερε η κατάρρευση του γερμανικού καπιταλισμού το 1918, και αντί να επιβάλει ουσιαστικές αλλαγές, οι οποίες ξεθεμελιώνοντας την αστική εξουσία θ’ άνοιγαν το δρόμο για τη μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, που ήταν εφικτή, τον παλινόρθωσε. Οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες, σύμφωνα με τους ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών, αλλά βεβαίως οι συνθήκες ποτέ δεν είναι ώριμες για κείνους που δεν θέλουν ανατροπή. Αναλώθηκαν λοιπόν σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και θεσμικές βελτιώσεις που αποδείχτηκαν εντελώς βραχύβιες, ενώ η υποταγή τους στον εθνικισμό ανέκοψε την επαναστατική δυναμική και τελικά άνοιξε το δρόμο στον Χίτλερ. Φυσικά οι καπιταλιστές και οι Ναζί κατέστρεψαν έπειτα, μόλις έπαψαν να τούς έχουν ανάγκη, και τους σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους κομμουνιστές και όλο το εργατικό κίνημα. Αυτές οι λεπτομέρειες συνήθως παραβλέπονται στις κοινότοπες εκθέσεις ιδεών περί Βαϊμάρης που διαβάζουμε συχνά. Η συστημική Αριστερά επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, υπονομεύοντας αντί να ενισχύει τα μαζικά κινήματα και αφήνοντας στο απυρόβλητο την κυριαρχία των τραπεζιτών, τη σκλαβιά του χρέους και τη δικτατορία του ευρώ. Έτσι δεν δίνει ούτε προοπτική ούτε ελπίδα, αποξενώνει τα λαϊκά στρώματα που ζητούν καθαρές απαντήσεις, και ανοίγει το δρόμο στην ακροδεξιά απόκριση στην κρίση, τελικά στον φασισμό. Η σύγχυσή της σ’ αυτά τα κεντρικής σημασίας προβλήματα –ευρώ, χρέος, τράπεζες- βοηθά ν’ αναδυθεί, όπως συνέβη πρόσφατα στη Βουλγαρία, ένας αντίπαλος λόγος που διαμορφώνει ένα φασιστικού τύπου κίνημα θυμάτων της κρίσης ενάντια στη δήθεν ‘ευρωπαϊστική’, στην πραγματικότητα υποτελή στο χρηματιστικό κεφάλαιο, κυβερνητική αριστερά.[3] Στην Ελλάδα μόνον έτσι θα μπορούσαν να διευρυνθούν τα όρια της λεγόμενης ‘δεξαμενής του φασισμού’, δηλαδή περίπου ως το ένα πέμπτο του πολιτικού σώματος, το οποίο έχει ενστερνιστεί τα ρατσιστικά και νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα που αναπαράγονται διαρκώς από το κράτος και τα μέσα ενημέρωσης, αλλά δεν συμμετέχει στη φασιστική κινητοποίηση. Ένας πιο άμεσος κίνδυνος είναι ότι ήδη προετοιμάζουν τη φασιστική λύση ισχυρά κομμάτια του πλέγματος εξουσίας, μεγαλοαστοί που ξέρουν ότι τώρα πια τα παίζουν όλα για όλα και δεν ηρεμούν από τις επιδείξεις μετριοπάθειας της κυβερνητικής Αριστεράς γιατί χρέη και σκάνδαλα τούς κάνουν ευάλωτους σε κάθε αλλαγή. Ξέρουν ότι αν τυχόν χάσουν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας χάνουν και τις πηγές του πλουτισμού τους, ή και θα βρεθούν στη φυλακή. Στηρίζουν λοιπόν ολοένα πιο ριψοκίνδυνες αυταρχικές λύσεις, κι ετοιμάζονται να βάλουν στην κυβέρνηση ελαφρά μακιγιαρισμένη την παρέα του Κασιδιάρη, τα εγκλήματα της οποίας συγκαλύπτουν συστηματικά και μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Και όλα αυτά συμβαίνουν με την επίνευση των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχουν σήμερα τον καθοδηγητικό κι εποπτικό ρόλο που έπαιζαν οι ΗΠΑ στη διάρκεια της χουντικής επταετίας. Δεν χρειάζεται σχόλια η πιο δυσοίωνη ίσως παράγραφος του Λεφέβρ,[4] που θα μπορούσε να είχε γραφεί και σήμερα: «Οι επιδοτήσεις προς τις τράπεζες, οι οποίες είχαν στον έλεγχό τους αναρίθμητες βιομηχανίες, δεν κατέληγαν στην κυριαρχία του κράτους επί του  χρηματιστικού κεφαλαίου και στο σοσιαλισμό, αλλά στον έλεγχο του αστικού κράτους εκ μέρους του χρηματιστικού κεφαλαίου, στον έλεγχο του προϋπολογισμού του, της  οικονομικής επιρροής του. Μια τέτοια κατάσταση δεν μπορούσε να διαρκέσει. Είτε το κράτος θα μετασχηματιζόταν και θα περνούσε  στον έλεγχο του λαού, στην υπηρεσία των πραγματικών συμφερόντων του έθνους σε μια πραγματική δημοκρατία, είτε θα περνούσε στον έλεγχο  του χρηματιστικού κεφαλαίου και των ηγετών του. Αυτό και συνέβη.»  Στις σημερινές συνθήκες οι λαοί έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία, και η κρίση απέδειξε ότι το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι φτιαγμένο για να στηρίζει τον πρώτο, όχι τη δεύτερη. Εθελοτυφλώντας μπροστά σ’ αυτή την απλή αλήθεια, η συστημική αριστερά υποτιμά τον αυταρχικό κατήφορο στον οποίο κατρακυλάμε, και που στον πάτο του έχει την ανατροπή ή τον φασισμό. Στον σκληρό αγώνα που έχουμε μπροστά μας όμως είναι απαραίτητο να βλέπουμε καθαρά τι συμβαίνει, και να το εξηγούμε με απλό και καθαρό λόγο στον κόσμο που μόνον αυτός, με την κινητοποίησή του, μπορεί να σταματήσει την πτώση. Πρόγραμμα των καπιταλιστών είναι η επαναφορά μας σε συνθήκες δουλοπαροικίας ή και δουλείας, αυτό ακριβώς οργανώνουν η κυβέρνηση και η Τρόικα μέσω της λεγόμενης δομικής προσαρμογής (από τη δική μας σκοπιά, της απαλλοτριωτικής συσσώρευσης). Χωρίς ρήξη με τον καπιταλισμό δεν πρόκειται να πάρουμε πίσω όσα μάς έκλεψαν ή έστω να ξαναφτιάξουμε θέσεις εργασίας, ούτε καν ν’ αποκαταστήσουμε τη νομική ισότητα που τυπικά απολαμβάναμε προηγουμένως,[5] και όσο δεν τα συνειδητοποιούν όλα αυτά οι εργαζόμενοι μένουν ανυπεράσπιστοι στις επιθέσεις του εχθρού. Η σύγχυση στο στρατόπεδό μας είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα όπλα του, κι εκείνοι που την αναπαράγουν μέσα στην αριστερά έχουν ιστορικές ευθύνες. Μακάρι να προσέξουν εγκαίρως κάτι που μάς λέει καθαρά ο Λεφέβρ: Η νίκη του φασισμού δεν ήταν αναπόφευκτη στη Γερμανία. Η σύγχυση  του γερμανικού λαού την κατέστησε  εφικτή: η σύγχυση των μεσαίων τάξεων που στερούνταν  τους πολιτικούς και πνευματικούς εκφραστές των πραγματικών συμφερόντων τους, η σύγχυση  της εργατικής τάξης που είχε αποδυναμωθεί από τις διασπάσεις, η σύγχυση των αγροτών που ήταν  απογοητευμένοι  από την αγροτική πολιτική των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Το βιβλιαράκι που κρατάτε στα χέρια σας βοηθά να διαλυθεί αυτή ακριβώς η σύγχυση. Αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά. 

 


[1]Ο Γκερέν, επιφανής ιστορικός της Γαλλικής Επανάστασης, πριν από τον πόλεμο ήταν τροτσκιστής, αλλά αργότερα προσχώρησε στην αναρχία. Προειδοποίησε το γαλλικό κοινό για τη δυναμική του ναζισμού μετά από ένα μεγάλο ταξίδι του στη χιτλερική Γερμανία. H μαρτυρία του (Daniel Guerin, La peste brune, Les amis de Spartacus, Παρίσι, 1996 [1932/1933], και στα ελληνικά, Η φαιά πανούκλα, μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Κείμενα, Αθήνα 1971), λιγότερο αναλυτική και περισσότερο περιγραφική από το έργο του Λεφέβρ, είναι επίσης ένα από τα κλασικά τεκμήρια για τη ναζιστική εξουσία, άμεσα γραμμένη τις παραμονές της ανόδου του Χίτλερ και τις πρώτες εβδομάδες μετά την επιβολή της δικτατορίας του, και αξίζει και αυτή να διαβαστεί.

[2]Αυτά τα δυο βατά και καλογραμμένα βιβλία αποτελούν την καλύτερη εισαγωγή στα ζητήματα του φασισμού και του αντιφασισμού: Η ανατομία του φασισμού, του Ρόμπερτ Πάξτον (μετάφραση Κατερίνα Χαλμούκου, Κέδρος, Αθήνα 2007 [2004]), και το Ποτέ ξανά! του Κόλιν Σπαρκς (Colin Sparks, Ποτέ ξανά. Πώς και γιατί να σταματήσουμε το φασισμό, Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, χωρίς όνομα μεταφραστή, Αθήνα 2012 [1980]). Βασικό επίσης είναι το Arno J. Mayer, Dynamics of Counterrevolution in Europe, 1870-1956. An Analytic Framework, Harper and Row, Νέα Υόρκη, Evanston, Λονδίνο 1971. 

[3]Βλ. Mariya Ivancheva, «A people divided: violent conflict emerging in Bulgaria»,  LeftEast, 7 Νοέμβρη 2013, στο http://www.criticatac.ro/lefteast/a-people-divided-violent-conflict-emerging-in-bulgaria/ . Χαρακτηριστικά αυτόν το λόγο αναπτύσσει σήμερα στην Ελλάδα η εφημερίδα Το Παρόν. 

[4]Για τις σχέσεις μεταξύ Ναζί και μεγάλου κεφαλαίου βλ. πλέον Adam Tooze, The Wages of Destruction. The Making and Breaking of the Nazi Economy, Penguin, Χάρμοντζουερθ 2008. Πιο περιγραφικά στα James Ε. Pool ΙΙΙ, Hitler and his Secret Partners. Contributions, Loot and Rewards, 1933-1945, Simon & Schuster, Νέα Υόρκη 1978· James Ε. Pool ΙΙΙ, Suzanne Pool, Who Financed Hitler. The Secret Funding of Hitler’s Rise to Power 1919-1933, Macdonald and Jane’s, Λονδίνο 1978. Η κλασική μαρξιστική ανάλυση στο David Abraham, The Collapse of the Weimar Republic: Political Economy and Crisis, Holmes & Meier, Νέα Υόρκη 2 1986. Πρωτοπόρος κι εδώ ο Γκερέν, με το Daniel Guérin, Fascisme et grand capital.  Italie-Allemagne, Éditions de la révolution prolétarienne, Παρίσι 193

[5]Η επίσημη αναγνώριση προνομίων στις ‘συστημικά σημαντικές’ τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, η οποία μας επαναφέρει στον νομικό πολιτισμό που κυριαρχούσε ως τη Γαλλική Επανάσταση, είναι ήδη πραγματικότητα στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος: βλ. DavidMalone, “TheTwilightofJustice”, δημοσιευμένο  στον  ιστότοπο GolemXIV, στις 26 Μαρτίου 2013 [στα ελληνικά στην ιστοσελίδα της Λέσχης Ανυπότακτης Θεωρίας – www.ilesxi.wordpress.com με  τίτλο «Το Λυκόφως της Δικαιοσύνης»]. Όσον αφορά την επαναφορά της δουλείας στον σύγχρονο καπιταλισμό, τα προανακρούσματα της οποίας βλέπουμε ήδη στη μεταχείριση των μεταναστών και των προσφύγων, βλ.

Ελληνικές business για γερά νεύρα στην Αφρική

Το ντόμινο της εξέγερσης στις αραβικές χώρες

Δύο  άρθρα που γράφτηκαν πριν από δύο χρόνια για τις εξεγέρσεις στη Β. Αφρική και διαφωτίζουν σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα που προσπαθούν να επιβληθούν σε βάρος των λαών. Οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν απουσιάζουν.

Ελληνικές business για γερά νεύρα στην Αφρική

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΟΡΦΙΔΗ (ΙΣΟΤΙΜΙΑ )

 Με επιφύλαξη αλλά και ανησυχία παρακολουθούν τις εξελίξεις στη Βόρεια Αφρική οι Έλληνες επιχειρηματίες που έχουν επενδύσει στην περιοχή.

Έλληνες επιχειρηματίες που έχουν επενδύσει στην Αφρική, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ι», προσπαθούν να καταστρώσουν εναλλακτικά σχέδια για την αντιμετώπιση μίας κλιμακούμενης κρίσης.

Τούτο καθώς ο επαναστατικός άνεμος που έπνευσε από την Τυνησία εντείνει τους φόβους περί πολιτικής αστάθειας στην Αίγυπτο, λόγω της κρίσης διαδοχής του Χόσνι Μουμπάρακ, αλλά και στις όμορες χώρες, όπου αυξάνονται οι αντιδράσεις απέναντι στα καθεστώτα που βρίσκονται στην εξουσία.

Εξάλλου όλοι θυμούνται πως η περιοχή, παρά το γεγονός ότι παραδοσιακά ανήκε στη σφαίρα των ελληνικών επιχειρηματικών και οικονομικών συμφερόντων, κρύβει μεγάλους κινδύνους.

Χαρακτηριστικότερο ίσως το πογκρόμ κατά της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια τη δεκαετία του ‘50, όταν δημεύθηκαν περιουσίες και οικογένειες, όπως των αδελφών Τοσίτσα, του Σαλβάγου, των Χωρέμη, του Μπενάκη, του Ζερβουδάκη, του Ράλλη και του Συναδινού (που ήλεγχαν το εμπόριο) τα μάζεψαν και ήρθαν στην Ελλάδα.

Από τη δεκαετία του ‘70 και κυρίως του ‘80, με την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από το ΠΑΣΟΚ και την πολιτική επαναπροσέγγισης με τα καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων να επενδύσουν εκεί.

Στη γειτονική Λιβύη πάλι, αν και επιχειρήθηκε ένα σημαντικό άνοιγμα της αγοράς στους Έλληνες πριν από 30 χρόνια, τα 700 εκατ. δολ. που έχουν ακόμα λαμβάνειν από το καθεστώς Καντάφι -κυρίως τεχνικές εταιρείες για τα μεγάλα έργα που έγιναν τη δεκαετία του ‘80, έδιωξαν πολλούς.

Μεταξύ των πρώτων εργολάβων που είχαν δραστηριοποιηθεί εκεί ήταν η ΕΤΕΠ των Αρφάνη – Χιώνη, η οποία μάλιστα αναγκάστηκε να στήσει dealingroom πετρελαίου μιας και ο Καντάφι τους πλήρωσε σε «μαύρο χρυσό», καθώς και η Αρχιρόδον του Γιάννη Ανδρόπουλου, που ελέγχεται πλέον από βελγική εταιρεία.

Σήμερα στη χώρα δραστηριοποιείται η Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ, η οποία έχει συστήσει από το 2005 κοινοπραξία με την αυστραλιανή WoodsideEnergy και την ισπανική Repsol για έρευνα, εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογοναθράκων σε 6 περιοχές. Επίσης κοινοπραξία με τη λιβυκή FarisAlKhallej έχουν συστήσει τα Διυλιστήρια Χερσονήσου του Αίμου ΑΕΒΕ του ομίλου Intemaco.

Την πρώτη σημαντική επένδυση εκτός πετρελαϊκού τομέα στη χώρα την έκανε η ΕΤΕΜ μέσω της κοινοπραξίας ALAMAR. Πρόκειται για μονάδα χύτευσης αλουμινίου και μονάδες παραγωγής προφίλ και ηλεκτροστατικής βαφής. Επίσης δραστηριοποιείται εκεί η Intracom του Σωκράτη Κόκκαλη, κυρίως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

 

Αλγερία

Η αρνητική εμπειρία πολλών ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών από την Αλγερία προ εικοσιπενταετίας έχει κρατήσει πολλούς επενδυτές μακριά από τη χώρα αυτή. Γι’ αυτό και δεν είναι ιδιαίτερα αξιόλογο το μέγεθος των άμεσων ελληνικών επενδύσεων. Μοναδική αξιοσημείωτη περίπτωση είναι η ίδρυση το 1995 της μεικτής εταιρείας καλλιέργειας καπνού από τις «Καπνική Α. Μιχαηλίδης ΑΕ», κρατική αλγερινή Εταιρεία Καπνού και Σπίρτων και αλγεροευρωπαϊκή Χρηματοδοτική Εταιρεία FINALEP.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης η συνεργασία των Σωληνουργείων Κορίνθου με την αλγερινή εταιρεία υδρογοναθράκων Sonatrach. Επίσης η συνεργασία που έχουν οι ελληνικές εταιρείες πετρελαίου, καθώς από την Αλγερία εισάγουμε τη μεγαλύτερη ποσότητα φυσικού αερίου (υπό μορφή LNG). Η Ελλάδα εξάγει στην Αλγερία ράβδους σιδήρου, χάλυβα, χαλκό κ.λπ.

Τυνησία

Από τη γειτονική Τυνησία, όπου η αναταραχή συνεχίζεται, απουσιάζουν επίσης οι μεγάλες ελληνικές άμεσες επενδύσεις. Η ελληνική παρουσία συνίσταται σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων κυρίως στην ελαφρά βιομηχανία (ενδύματα, κατεργασία γούνας, δέρματος κ.λπ.), τα τρόφιμα και τις εισαγωγές ορυκτών. Προσφάτως αναπτύσσεται συνεργασία ελληνικών φορέων και επιχειρήσεων στους τομείς των ΑΠΕ, χημικών και λιπασμάτων (Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων) και διαχείρισης υδάτων (ΕΥΔΑΠ).

Μαρόκο

Τέλος, στο Μαρόκο υπάρχει σημαντική παρουσία της SBIndustrialMinerals της οικογένειας Κυριακόπουλου, της Intralot που διαχειρίζεται τις δύο κρατικές λοταρίες αλλά και της Aegean του Δημήτρη Μελισσανίδη, που μεταξύ άλλων έχει αναλάβει την τροφοδοσία με καύσιμα του νέου λιμανιού TangerMed. Από τη χώρα αυτή εισάγουμε κυρίως χταπόδια, πετρέλαιο, χημικό πολτό από ξύλο ενώ εξάγουμε σκληρό σιτάρι, υφάσματα, έπιπλα-καταψύκτες.

Πόσο μακριά θα φτάσει η εξέγερση των Γιασεμιών;

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ την επανάσταση των Κέδρων του 2005 στον Λίβανο η εξέγερση στην Τυνησία είναι η μόνη επιτυχής από το τέλος της αποικιακής περιόδου. Για την ώρα, η εξουσία στην Τύνιδα παραμένει στα χέρια του παλαιού καθεστώτος υπό την έννοια ότι η μεταβατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό τον Μοχάμεντ Γιανούσι προκειμένου να οδηγήσει σε εκλογές εντος 60 ημερών αποτελείται κυρίως από τα κόμματα της αποσαθρωμένης αντιπολίτευσης. Ιδιαίτερο ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουν οι ευρωπαϊκές χώρες.800 εκατ. οι επενδύσεις στην Αίγυπτο ΣΗΜΕΡΑ ο κύριος όγκος των ελληνικών επενδύσεων στη Βόρειο Αφρική εντοπίζεται και πάλι στην Αίγυπτο, όπου επιχειρηματίες όπως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, οι αδελφοί Κανελλόπουλοι του Τιτάνα και η οικογένεια Λάτση φρόντισαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στα πετρέλαια, τα τσιμέντα και τα τεχνικά έργα.

 

Δεκάδες είναι οι ελληνικοί όμιλοι που έχουν κατέβει στην αιγυπτιακή αγορά, διαθέτοντας εκεί μονάδες και περιουσιακά στοιχεία, τα οποία το γραφείο εμπορικών σχέσεων της πρεσβείας μας υπολογίζει ότι ξεπερνούν συνολικά τα 800 εκατ. ευρώ.

Ο Γιώργος Μυλωνάς της Alumil, ένας επιχειρηματίας με έντονη εξωστρέφεια, δημιούργησε τη μεγαλύτερη μονάδα διέλασης αλουμινίου στην Αίγυπτο. Επίσης, η Chipita του Σπύρου Θεοδωρόπουλου έχει εργοστάσιο παραγωγής κρουασάν. Από το χώρο των κατασκευών και των δομικών υλικών ξεχωρίζουν οι μονάδες της Κεραμοποιίας Κοθάλη, η Μηχανική του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου, που έχει επενδύσει σε δύο μεγάλα ακίνητα, καθώς και η Eurodrip, συμφερόντων της GlobalFinance του Αγγ. Πλακόπητα, στα συστήματα ύδρευσης και άρδευσης. <em> </em>

 

Το ντόμινο της εξέγερσης στις αραβικές χώρες

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΡΙΝ ΑΚΟΜΗ δοθούν έστω και κάποιες υποτυπώδεις απαντήσεις για το πού πάει η Εξέγερση των Γιασεμιών στην Τυνησία, το ερώτημα που κατακλύζει τα παγκόσμια ΜΜΕ είναι το εξής: Υπάρχει πιθανότητα η ανατροπή του Τυνήσιου δικτάτορα Ζίνε ελ Αμπιντίν Μπεν Αλί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για ένα ντόμινο δημοκρατίας στη Βόρεια Αφρική; Αυτό το πρωτόγνωρο κοινωνικό κίνημα που εδώ και τέσσερις εβδομάδες σαρώνει τους δρόμους της Τύνιδας αποτελεί κατά πολλούς Άραβες, Ευρωπαίους και Αμερικανούς αναλυτές την απαρχή ενός νέου αραβικού στάτους κβο.

Πρώτον, διότι ευθέως θέτει ζήτημα πολιτικής δημοκρατίας, πολυφωνίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Δεύτερον, διότι το κίνημα ωθείται από την κοινωνία των πολιτών, τον λαό στην ευρύτερη έκφανσή του και όχι τον συνήθη ύποπτο… ισλαμικό ριζοσπαστισμό.

Τρίτον, διότι οι εξεγερμένοι γεύτηκαν πολύ σύντομα τα φρούτα της επιτυχίας τους -χρειάστηκαν μόλις τρεις εβδομάδες για να αποπεμφθεί ο πρόεδρος και ολόκληρη η κλίκα του τελευταίου «μπέη της Τυνησίας», και αυτό το γεγονός παρήγαγε σεισμικές δυνάμεις, που είναι αδύνατον επί του προκειμένου να εκτιμηθούν.

Αυτό όμως που με βεβαιότητα μπορεί να διαπιστωθεί είναι ότι η πολιτική ανατροπή που επιτελέσθηκε στην Τυνησία είναι η αρχή του τέλους του παρηκμασμένου πλέον αραβικού εθνικισμού. Τα ιδιότυπα αυτά ανελεύθερα, μετααποικιακά καθεστώτα που οικοδομήθηκαν γύρω από διεφθαρμένες ελίτ για να κρατήσουν ήσυχο τον αραβικό κόσμο, δεν έχουν πλέον λόγο ύπαρξης ούτε δημιουργούν συνθήκες ασφάλειας για τις ξένες κυβερνήσεις και τους διεθνείς επιχειρηματικούς κύκλους.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικής χρεοκοπίας είναι η Αίγυπτος. Ο 82χρονος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ, απόλυτος άρχων της χώρας επί τρεις δεκαετίες, ζητά την επανεκλογή του το ερχόμενο φθινόπωρο εν μέσω δραματικής οικονομικής κρίσης. Την περασμένη Δευτέρα η αυτοπυρπόληση ενός 50χρονου μικροεστιάτορα στο Κάιρο έθεσε τις αρχές ασφάλειας σε επιφυλακή για την πιθανότητα να επεκταθεί η εξέγερση της Τύνιδας στα γκέτο της αιγυπτιακής πρωτεύουσας. Όπως και η Τυνησία, η Αίγυπτος αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα αύξησης της τιμής των τροφίμων. Οι Αιγύπτιοι είναι πολύ φτωχότεροι, λιγότερο μορφωμένοι και ελάχιστα ενημερωμένοι σε σχέση με τους Τυνήσιους.

Το 2008 το καθεστώς Μουμπάρακ βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα ισχυρό ρεύμα κινητοποιήσεων που είχαν αίτημα τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Το κίνημα κατεστάλη, η επιρροή του ωστόσο δημιούργησε τις βάσεις των πρόσφατων εξεγέρσεων στην Τυνησία και την Αλγερία. Η διάχυση της Εξέγερσης των Γιασεμιών στην Αίγυπτο θεωρείται απίθανη για έναν κυρίως λόγο:

Το καθεστώς θωρακίζεται από τη μεγαλύτερη, ισχυρότερη και τεχνολογικά αρτιότερη στρατιωτική δύναμη στην αφρικανική ήπειρο. Ωστόσο, η πολιτική αλλαγή στην Αίγυπτο θεωρείται αναπότρεπτη

«η αντιπαράθεση είναι ο πατέρας όλων των πραγμάτων»

Ηράκλειτος

Η ΛΙΣΤΑ ΚΑΙ

ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

Δύο πρώην υπουργοί οικονομικών έχουν μια λίστα με ονόματα που θέλουν να συγκαλύψουν, ο Παπακωνσταντίνου τους συγγενείς του και άλλους ίσως διαπλεκόμενους, ο Βενιζέλος σίγουρα τους διαπλεκόμενους που στήριξαν με νύχια και δόντια την άνοδο του στο ΥΠΟΙΚ και στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Οι δύο υπουργοί τη ξεχνούν, τη χάνουν, την αγνοούν, αλλά όταν το θέμα ανοίγει για τα καλά αυτός που την είχε επτασφράγιστη και καταχωνιασμένη τη παραδίδει στους αρμόδιους εισαγγελείς αλλά απ’ ότι φαίνεται λείπουν 4 ονόματα σε σχέση με την αυθεντική λίστα. Τα ονόματα που λείπουν είναι συγγενείς του Παπακωνσταντίνου και δείχνουν αυτονόητα την εμπλοκή του τελευταίου. Πολύ αυτονόητα όμως, τόσο ώστε ο πάντα ενθουσιώδης Βενιζέλος να διαγράψει άμεσα από το ΠΑΣΟΚ τον Παπακωνσταντίνου και να ζητήσει, σαν έτοιμος από καιρό, συγγνώμες από το Σύριζα για την εμπλοκή του ονόματος του.

Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος που έχει νομοθετήσει συστηματικά την αδιαφάνεια και τη συγκάλυψη (πχ νόμος περί ευθύνης υπουργών) σε αυτή τη χώρα δεν θα δυσκολεύονταν καθόλου να στήσει μια τόσο προφανή διαγραφή ονομάτων φωτογραφίζοντας τον πολιτικά νεκρό Παπακωνσταντίνου. Η ανάδειξη της υπόθεσης φαίνεται να ξεπλένει τα πολλά ονόματα της διαπλοκής που αποδεδειγμένα υπάρχουν στη λίστα, όπως έδειξε η δημοσίευση της από το Hot Doc, ενώ οι όποιοι τριγμοί στη κυβέρνηση θα απορροφηθούν αναδεικνύοντας το πρόσωπο του Σαμαρά ως παράγοντα της ρήξης της κυβέρνησης του με το παρελθόν και το δρόμο που χάραξαν οι επιλογές των Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου. Όλα αυτά την ίδια στιγμή που η τρικομματική κυβέρνηση ενισχύει και επιταχύνει τη πολιτική Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου με τρομακτικές συνέπειες για τη χώρα.

Λόγγος Μιχάλης

Ο φόβος της δημοκρατίας

 

(από το τριμηνιαίο περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, τεύχος 118, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012)

του Σπύρου Ραυτόπουλου

Η διάδοση της αστικής φιλελεύθερης μυθολογίας και η διαφύλαξη της πολιτικής τελετουργίας που έχουν ανατεθεί στους τελετάρχες του κοινοβουλευτισμού και τους μάγους της πολιτικής επιστήμης συντελείται κυρίως μέσω της διαστρέβλωσης τριών εννοιών, της δημοκρατίας, της αντιπροσώπευσης και της νομιμοποίησης. Νοηματικές αντιμεταθέσεις, αναβαπτισμοί[1], μίξεις, αφαιρέσεις, γενικεύσεις και άλλα γλωσσικά παιχνίδια και ιδεολογικά τεχνάσματα έχουν εδώ και αιώνες τεθεί στην υπηρεσία της πολιτικής προπαγάνδας που σκοπό της έχει να παρουσιάζει -προς όφελος της οικονομικής και πολιτικής ελίτ- ως δημοκρατία κάθε πολίτευμα που διατηρεί μια στοιχειώδη απόσταση από τον ολοκληρωτισμό.

Ένα βασικό θεωρητικό εργαλείο πρόκλησης της εν λόγω σύγχυσης υπήρξε η μετατροπή του όρου δημοκρατία από είδος σε γένος, όπως δείχνει η προσθήκη επιθετικών προσδιορισμών (αντιπροσωπευτική, προεδρική, κοινοβουλευτική, φιλελεύθερη, ανταγωνιστική, συναινετική, αστική, άμεση κ.λπ.). Η θεωρητική κατηγοριοποίηση μέσω τέτοιων προσδιορισμών παρέχει στην εξουσία το απαραίτητο επιστημονικοφανές άλλοθι για μια πολύ βολική νόθευση της αυθεντικής ιδέας. Η δημοκρατία σε επίπεδο γλωσσικό μετατράπηκε σε υπερώνυμο που περιλαμβάνει πλέον πλήθος υπωνύμων. Σε επίπεδο εννοιολογικό υπέστη τέτοια αποδομητική ερμηνευτική μεταχείριση ώστε ορισμένα «είδη» του «γένους» δημοκρατία, τα οποία εξετάζονται από την πολιτική θεωρία να έχουν ελάχιστα γνωρίσματα συμβατά με το αυθεντικό περιεχόμενο της ιδέας. Η αλλοίωση της έννοιας ιστορικά συντελέστηκε με τη συρρίκνωση της σημασίας είτε του πρώτου είτε του δεύτερου συνθετικού του όρου. Από τη μία ήταν ο δήμος που ως μέγεθος περιοριζόταν αριθμητικά στις ως επί το πλείστον μικρές διαστάσεις που του επέτρεπε κάθε ιστορική περίοδος, κοινωνικοπολιτικό σύστημα και γεωπολιτική επικράτεια. Δήμος δεν θεωρείτο ποτέ ολόκληρη η κοινωνία, άρα πολιτική συμμετοχή είχαν μόνο συγκεκριμένα κοινωνικά υποσύνολα. Είναι γνωστό π.χ. ότι μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα δικαίωμα ψήφου είχε λιγότερο από το 50% του γενικού πληθυσμού, ενώ το αντίστοιχο δικαίωμα των γυναικών κατακτήθηκε μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα. Αλλά πολύ πριν συμβεί αυτή η προοδευτική μεταβολή είχε ήδη συρρικνωθεί το πολιτικό νόημα της ψήφου. Έτσι, το δεύτερο συνθετικό του όρου, το ρήμα κρατέω, που σημαίνει έχω εξουσία, κυβερνώ, έχω κυριότητα, είχε ήδη χάσει προ πολλού το πραγματικό του νόημα, που εν προκειμένω είναι αυτό της άμεσης συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και του καθορισμού του πολιτικού περιεχομένου, και είχε αποκτήσει περίπου συμβολική χροιά. Με απλά λόγια οι άνθρωποι που αποφασίζουν έγιναν περισσότεροι, αλλά αυτά για τα οποία έχουν δικαίωμα να αποφασίσουν είναι πλέον αμελητέα, και άρα η αξία της θεσμισμένης πολιτικής τους παρέμβασης ελαχιστοποιείται. Έχουμε μεγέθυνση της μιας συνιστώσας και συρρίκνωση της άλλης, κάτι που αντανακλάται και στη αυθαίρετη χρήση του όρου.

[…] ο θεσμός, μόλις τεθεί, φαίνεται να αυτονομείται, διαθέτει δική του αδράνεια και λογική, ξεπερνά, στην επιβίωση και στα αποτελέσματά του, τη λειτουργία του, τους «σκοπούς» του και τους «λόγους υπάρξεώς» του. Οι προδηλότητες αντιστρέφονται. Αυτό που «στην αρχή» μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα σύνολο θεσμών στην υπηρεσία της κοινωνίας, γίνεται μια κοινωνία στην υπηρεσία των θεσμών[4].

Αυτός όμως είναι ένας επιπλέον λόγος να τίθενται οι θεσμοί υπό άγρυπνο κοινωνικό έλεγχο και διαρκή αναθεώρηση, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο στα πλαίσια μιας διαρκούς κοινωνικής αυτοθέσμισης. Η σύγχρονη πολιτική μυθολογία χρησιμοποιεί αντιθέτως διαλεκτικά μέσα -συνήθως χλωμά – για να αμφισβητήσει τα σημερινά περιθώρια για έναν ουσιαστικό έλεγχο του δήμου επί των κοινών υποθέσεων παραπέμποντάς τον στις καλένδες ή σε κάποιο μουσείο πολιτικής ιστορίας, ενώ προκρίνει δήθεν ρεαλιστικότερα κοινοβουλευτικά υποκατάστατα. Στις αστικές «δημοκρατίες» αυτός ο υποτιθέμενος ρεαλισμός επικαλείται τις δυσκολίες και τα μειονεκτήματα της ευρείας κοινωνικής παρέμβασης (μεγάλος πληθυσμός, υψηλό κόστος λήψης αποφάσεων, δημαγωγία, αργές διαδικασίες κ.λπ.) ενώ διατυμπανίζει τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης «αντιπροσώπευσης» (πολιτική ευελιξία, ταχύτητα αντανακλαστικών, εξοικείωση των πολιτικών καριέρας με το αντικείμενο της πολιτικής, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, κ.α.). Αποσιωπά βεβαίως μια σειρά από άβολες αλήθειες, όπως ότι η σημερινή τεχνολογία των δικτύων απαντά στο τεχνικό ζήτημα του μεγάλου πληθυσμού και των δυνατοτήτων άμεσης πολιτικής του παρέμβασης (στις περιπτώσεις που η δημοκρατία πρόσωπο με πρόσωπο θα συναντούσε δυσκολίες), ότι το κόστος των δημοψηφισμάτων δεν μπορεί να συγκρίνεται με αυτό των βουλευτικών και λοιπών εκλογών, ότι π.χ. ο ηθοποιός που μετατρέπεται σε πολιτικό καριέρας δεν διαθέτει κατ’ αρχάς μεγαλύτερη εξοικείωση με την οικονομία, τη χωροταξία, ή την εμπορική ναυτιλία από ότι ο μέσος πολίτης, ότι ο πολίτης που αποφασίζει για ειδικά ζητήματα που τον αφορούν έχει περισσότερους και σοβαρότερους λόγους να πληροφορηθεί σωστά και άρα περισσότερες πιθανότητες να καταλήξει σε σωστή και κοινωνικά χρήσιμη απόφαση από έναν υποτιθέμενο και πιθανώς διαπλεκόμενο με διάφορα συμφέροντα αντιπρόσωπό του, ότι τα περιθώρια διόρθωσης μιας προηγούμενης λανθασμένης πολιτικής απόφασης είναι σαφώς μεγαλύτερα σε μια δημοκρατία παρά σε ένα ολιγαρχικό καθεστώς, και πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων ότι εν τέλει αν πρόκειται η κοινωνία να πληρώσει για κάποια λάθη, είναι καλύτερα να πληρώσει για τα δικά της και όχι για λάθη τρίτων.

Ένας σημαντικός φόβος που συνδέεται με τη δημοκρατία είναι ο φόβος της ισχύος και της ορθοκρισίας της πλειοψηφίας.

[…] η βούληση της πλειοψηφίας είναι «φαντασιακή, επιρρεπής σε σφάλματα και εύκολο να παραπλανηθεί» (Offe, 1992: 127) […]
[…] κοινωνικά δεσμευτικές αποφάσεις, βασιζόμενες στην αρχή της πλειοψηφίας, «κατά κανόνα δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές ως λογικά συναφείς ή ως αποτέλεσμα ενός… μεγέθους όπως η «κοινωνία» ή ο «λαός»» (Riker, 1980b:456) […]
[…] όλες οι πλειοψηφίες είναι «εκτός ισορροπίας» (Weal, 1995: 381) […] [5]

Ένα τεράστιο τμήμα της αντιδημοκρατικής φιλολογίας και φιλοσοφίας επικαλείται υποκριτικά και σχεδόν προκλητικά την προστασία της μειονότητας από μια ενδεχόμενη τυραννία της πλειονότητας. Τους ανησυχεί και τους απασχολεί δηλαδή ένα δυσάρεστο ενδεχόμενο, αλλά όχι και μια εφιαλτική πραγματικότητα, που είναι η σημερινή έλλειψη προστασίας της πλειονότητας από μια προνομιούχο μειονότητα!

Ούτως ή άλλως στα μεταμοντέρνα πλαίσια των γλωσσικών παιχνιδιών έχουν αναπτυχθεί λογικές ακροβασίες και ένας άκρως επικίνδυνος πολιτικός κυνισμός. Ο Λυοτάρ αναφερόμενος στις απόψεις του Luhmann σχετικά με την αξιοποίησή των πληροφοριών από μέρους της κοινωνίας και την καθυστέρηση που η γνωμοδότησή της συνεπάγεται για τη λήψη αποφάσεων, παρατηρεί:

[…] Θα πουν ότι όντως πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αυτές τις μοριακές γνώμες αν δε θέλουμε να διακινδυνεύσουμε σοβαρές διαταραχές. Ο Luhmann απαντάει -και αυτό είναι το δεύτερο σημείο- ότι είναι δυνατό να κατευθύνουμε τους ατομικούς πόθους με μια διαδικασία «οιονεί-εκμάθησης» «απαλλαγμένη από κάθε διαταραχή», ώστε αυτοί να καταστούν συμβατοί με τις αποφάσεις του συστήματος. Αυτές οι τελευταίες δε χρειάζεται να σεβαστούν τους πόθους: πρέπει οι πόθοι να ποθήσουν αυτές τις αποφάσεις, τουλάχιστον τα αποτελέσματά τους. Οι διοικητικές διαδικασίες θα ωθήσουν τα άτομα να «θελήσουν» ό,τι χρειάζεται σε ένα σύστημα για να είναι αποτελεσματικό.[…] [6]

Η νομιμοποίηση της εξουσίας κινείται εκτός κανονιστικών και ηθικών πλαισίων. Όση χρειάζεται το σύστημα την αντλεί μέσα από τους ίδιους τους μηχανισμούς του. Τα κριτήριά της είναι περισσότερο ποσοτικά παρά ποιοτικά και συναρτώμενα με την «αποδοτικότητα» του συστήματος. Μέσα σε ένα όλο και περισσότερο αυτονομούμενο σύστημα εξουσίας, η νομιμοποίηση, όποια θεσμική μορφή κι αν παίρνει, δεν λειτουργεί παρά ως ένας περίπου αυτόματος μηχανισμός δικαίωσης των επιλογών και της ισχύος αυτής της εξουσίας. Με τη σειρά της η ισχύς αυτή παράγει νέα νομιμοποίηση.

[…] Η αλήθεια όμως είναι ότι η αποδοτικότητα, αυξάνοντας την ικανότητα διαχείρισης της απόδειξης, αυξάνει επίσης την ικανότητα να έχει κάποιος δίκιο […] οι πιθανότητες που έχει μια τάξη πραγμάτων ως δίκαιη αυξάνονταν, όπως λέγεται, όσο και οι πιθανότητες που έχει να εκτελεστεί, και οι τελευταίες πάλι αυξάνονται μαζί με την αποτελεσματικότητα αυτού που δίνει τις εντολές. Έτσι ο Luhmann πιστεύει ότι διαπιστώνει στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες την αντικατάσταση της κανονιστικής ισχύος των νόμων με την αποδοτικότητα των διαδικασιών.[7]

Όταν γράφονταν τα παραπάνω (1979) ο κυνισμός αυτός του πραγματισμού οφειλόταν στη φαινομενική αποτελεσματικότητα του συστήματος και την περιβόητη αποδοτικότητα των διαδικασιών. Αλλά δεν υπήρξε μόνον επακόλουθο του «θριάμβου» της αποδοτικότητας, αλλά και ηθικός αυτουργός της. Ο μεταμοντέρνος μηχανισμός της νομιμοποίησης περιγράφεται σαφέστερα παρακάτω:

[…] Ο ορίζοντας αυτής της διαδικασίας είναι ο ακόλουθος: αφού η «πραγματικότητα» είναι εκείνη που προσφέρει τις αποδείξεις για την επιστημονική επιχειρηματολογία και τα αποτελέσματα για τις επιταγές και τις υποσχέσεις νομικής, ηθικής και πολιτικής υφής, κυριαρχούμε πάνω στις μεν και στις δε κυριαρχώντας πάνω στην «πραγματικότητα», πράγμα που το επιτρέπουν οι τεχνικές. Ενισχύοντας τις τελευταίες, «ενισχύουμε» την πραγματικότητα, συνεπώς τις πιθανότητες να είναι δίκαιη και να έχει δίκιο. Αντίστροφα, ενισχύουμε τόσο περισσότερο τις τεχνικές όσο μπορούμε να διαθέτουμε την επιστημονική γνώση και την εξουσία της λήψης των αποφάσεων. Έτσι η νομιμοποίηση παίρνει μορφή από τη δύναμη.[8]

Σε σχετική σημείωση αναφέρεται ο σχολιασμός του Luhmann από τον Cl. Mueller: «Μέσα στις αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες, η νόμιμη-ορθολογική νομιμοποίηση έχει αντικατασταθεί από μια τεχνοκρατική νομιμοποίηση, που δεν αποδίδει καμιά σημασία (significance) στις πεποιθήσεις των πολιτών ούτε στην ίδια την ηθικότητα».[9] Σύμφωνα με τον Λυοτάρ η δύναμη ελάχιστα ενδιαφέρεται για το δηλωτικό παιχνίδι (αληθές/ψευδές) και για το επιτακτικό παιχνίδι (δίκαιο/άδικο), αλλά σχετίζεται με το τεχνικό παιχνίδι (αποτελεσματικό/αναποτελεσματικό). Το πολιτικό σύστημα δεν είναι πλέον αντικείμενο μόνο της πολιτικής φιλοσοφίας και των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο των θετικών επιστημών, αντικείμενο ποσοτικοποιήσεων, μετρήσεων, και μαθηματικών υπολογισμών. Στα πλαίσια αυτά η δημοκρατία «μετράται» με τον αριθμό των κομμάτων, τη συμμετοχή των εκλογέων στις εθνικές εκλογές, την κλίμακα δικαιωμάτων του πολίτη κ.λπ. (Freedom House), την κλίμακα «δημοκρατίας»/αυταρχισμού (Jaggers/Gurr), τη διασπορά των πηγών εξουσίας (Vanhanen), τις τιμές πολυαρχίας (Dahl, όπως επίσης Coppedge και Reinicke), το δείκτη πολιτευμάτων (Alvarez) και άλλες μεθόδους και μεγέθη. Σύμφωνα με την άλγεβρα της δημοκρατικότητας νικητές -έστω και με διαφορετική κάθε φορά σειρά- αναδεικνύονται, όπως θα περίμενε κανείς, τα αστικά κοινοβουλευτικά συστήματα, αφού τα κριτήρια θα μπορούσαμε να τα δούμε και ως επιμέρους χρησμούς μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας που δικαιώνει τις επιλογές της πολιτικά υπερήφανης Δύσης. Παράλληλα η συστημική ανάλυση προχωρά στην αναζήτηση θεωρητικών μοντέλων πολιτικής συμπεριφοράς:

[…] η συστημική θεώρηση των πολιτικών σχέσεων μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη στην περαιτέρω διερεύνηση των σχέσεων αυτών με σκοπό πάντα την «ανακάλυψη» ενός θεωρητικού προτύπου που θα προσδιορίζει, έστω και κατά προσέγγιση (τι περισσότερο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε;) μερικούς βασικούς «νόμους» που διέπουν την πολιτική συμπεριφορά.[10]

Το πρότυπο, ή τα πρότυπα αυτά, οφείλουν μάλιστα σύμφωνα με τις επιταγές της συστημικής ανάλυσης να κρατάνε αποστάσεις από την πολιτική φιλοσοφία με την κλασική τουλάχιστον έννοια, και από θεωρήσεις αξιοκρατικές και ηθικολογικές:

Οι Easton, Almond, Mitchell και οι λοιποί οπαδοί της «συστημικής» αναλύσεως προσπαθούν να διατυπώσουν λογικά διατεταγμένες κατηγορίες του πολιτικού συστήματος που να έχουν καθολική εφαρμογή. Προσπαθούν να ανακαλύψουν και να διατυπώσουν έναν κ ώ δ ι κ α που να βασίζεται σε «επιστημονικές-μαθηματικές» αρχές και δεδομένα, μακριά όσο είναι δυνατό από φιλοσοφικές, αξιοκρατικές ενατενίσεις.[11]

Σήμερα που οι τεχνικές λύσεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση μιας κρίσης βαθειά πολιτισμικής και μάλιστα πολιτικής, γίνεται ολοένα φαεινότερο ότι όσο κι αν η εξουσία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τα γλωσσικά παιχνίδια ως νομιμοποιητικά εργαλεία, και τις θετικές επιστήμες ως μέσα πρόβλεψης και παραγωγής πολιτικών συμπεριφορών, η κοινωνική πραγματικότητα διαψεύδει τις επιλογές της. Παρά ταύτα τέτοιες ιδέες και τεχνικές νομιμοποίησης εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και να λειτουργούν συμπληρωματικά προς την επίσημη θεσμική νομιμοποίηση (η οποία στα κοινοβουλευτικά συστήματα αντλείται μέσω κυρίως των εκλογών), μέσα σε ένα ευρύτατο πλαίσιο τεχνικής, συνταγματικής και νομικής κατοχύρωσης της ετερονομίας. Έχουμε, σχεδόν αποκλειστικά, συντάγματα και νόμους που αντί να προστατεύουν τη λαϊκή κυριαρχία από την αντιλαϊκή αυθαιρεσία οποιασδήποτε εξουσίας, προστατεύουν αντιθέτως την εξουσία από οποιαδήποτε καθοριστική κοινωνική παρέμβαση, αφού δεν προβλέπουν θεσμούς επιβολής της κοινωνικής βούλησης, ούτε καν αποτελεσματικού ελέγχου της εξουσίας. Είναι προφανές ότι οι εκλογές δεν είναι τέτοιος θεσμός διότι δεν αφορούν το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής αλλά μόνον το φορέα άσκησής της. Επιπροσθέτως η εξουσία αντλεί πρόσθετη, εξωθεσμική μεν, καθοριστική δε νομιμοποίηση και αυτο-νομιμοποίηση μέσω των ιδιόκτητων τηλεοπτικών της παραθύρων και των λοιπών μέσων χειραγώγησης της κοινής γνώμης.

Η νομιμοποίηση και, μέσω αυτής, η αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας και η διατήρηση της κοινωνικής πραγματικότητας δε συντελούνται βέβαια μόνο σε επίπεδο διοίκησης ή συλλογικό. Συντελούνται και εντός της ατομικής συνείδησης που δυσκολεύεται να προβάλει πνευματική και ηθική αντίσταση και που λειτουργεί ως ισχυρός κρίκος της αλυσίδας με την οποία κρατιέται δέσμια η κοινωνία. Άτομο και κοινωνία συμπράττουν συνειδητά ή ασυνείδητα στη διατήρηση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας αλληλοτροφοδοτούμενοι με τα ιδεολογικά υποπροϊόντα της «τέχνης του εφικτού» όπως και της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών αλλά και προτύπων ζωής, και άρα παίζοντας το παιχνίδι της εξουσίας. «Σε μια κοινωνία που δεν αφήνει τους ανθρώπους να συνηθίσουν ποτέ να σκέφτονται πέρα από τον εαυτό τους, ό,τι ξεπερνά την αναπαραγωγή της ζωής τους είναι περιττό, ακόμη και αν προσπαθεί κανείς να τους μπάσει με το ζόρι την ιδέα ότι είναι απαραίτητο για τη ζωή τους» έλεγε ο Αντόρνο[12]. Η σχέση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας είναι ασφαλώς αμφίδρομη και υπάρχει συνυπευθυνότητα και συνενοχή, αλλά ο βαθμός της ευθύνης και της ενοχής διαφέρει όχι μόνο μεταξύ ατόμου και κοινωνίας αλλά και -κυρίως- μεταξύ κοινωνικών τάξεων και μερίδων. Αν πρέπει σε κάποιους να καταλογίσουμε αυξημένη ευθύνη είναι σε διακριτά και κυρίαρχα κοινωνικά υποσύνολα όπως κι αν τα ορίσουμε (τάξεις, στρώματα, μερίδες, ειδικές ομάδες συμφερόντων). Δεν ευθύνεται το ίδιο ολόκληρη η κοινωνία για όλα τα δεινά που υφίσταται, απλούστατα διότι σε πολλές ιστορικές στιγμές η εξουσία είτε κατακτήθηκε δια της βίας είτε δολίως υπεξαιρέθηκε από δυνατές μειονότητες και στη συνέχεια απέκτησε ισχύ τέτοια, που της επέτρεπε όχι απλώς να διοικεί ερήμην της κοινωνίας, αλλά επιπλέον τη διατήρηση της αυτονομίας της και την περίπου αυτόματη αναπαραγωγή της, μέσω της παραγωγής μιας κατάλληλης για τα συμφέροντά της παιδείας, ενός πολιτισμού και μιας ιδεολογίας, και της επιβολής τους.

Στα πλαίσια αυτά η πολιτική ρητορεία συνεπικουρούμενη σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική επιστήμη, αντιμετωπίζει -με.. αγαθή πάντα προαίρεση- τη δημοκρατία και τη νομιμοποίηση της εξουσίας, ως έννοιες περίπου ταυτόσημες. Ξεχνούν ότι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αρχικά διέθεταν τυπική νομιμοποίηση. Αλλά ούτε οι ίδιοι πίστευαν στη δημοκρατία, ούτε τους δόθηκε με δημοκρατικές διαδικασίες καμιά ρητή λαϊκή εντολή να αιματοκυλίσουν τον κόσμο, πράγμα που έκαναν. Τυπική νομιμοποίηση μπορεί να παρασχεθεί, τουλάχιστον περιστασιακά, για διάφορους λόγους όπως π.χ. σε περιπτώσεις εθνικής ή άλλης έκτακτης ανάγκης (πραγματικής ή προσχηματικής) ακόμα και σε ένα απολυταρχικό καθεστώς. Αυτό βέβαια δε μετατρέπει το καθεστώς αυτό σε δημοκρατία! Επίσης μια κοινωνία μπορεί μέσω μιας απόλυτα δημοκρατικής διαδικασίας όπως το δημοψήφισμα, να αποφασίσει ότι προτιμά ένα είδος ολιγαρχίας (σαν τα σημερινά, ή άλλο) αντί μιας πραγματικής αντιπροσώπευσης ή δημοκρατίας. Κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς δυνατό, διότι μια στιγμιαία δημοκρατική διαδικασία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεμονωμένη πολιτική πράξη, ενώ το πολιτικό προϊόν της, μπορεί να είναι ένα διαρκές πολίτευμα, πρόκειται δηλαδή για δύο πράγματα εντελώς διαφορετικά. Η προσφυγή λοιπόν σε μια μεμονωμένη δημοκρατική διαδικασία όχι μόνον δεν αποδεικνύει την ύπαρξη δημοκρατίας, αλλά θα μπορούσε σκανδαλωδώς να χρησιμοποιηθεί ακόμα και για να την αποκλείσει!

Μέσα στα πλαίσια αυτά επιδιώκεται η θεωρητική εξίσωση -ή έστω η πιστοποίηση της συμβατότητας- της δημοκρατίας με τύπους στοιχειώδους αντιπροσώπευσης, επιδίωξη που εκμεταλλεύεται το γνωστικό, εμπειρικό και φαντασιακό έλλειμμα του μέσου πολίτη και το φόβο του απέναντι σε κάτι εντελώς άγνωστο, ευρισκόμενο περίπου στον αντίποδα του βιωμένου. Λόγω σύγχυσης των δύο αυτών πολιτικών εννοιών, η οποία ενισχύεται από τον περιβόητο ρεαλισμό και την ανάγκη άμεσης δήθεν απάντησης στην πολιτική εξαθλίωση, έφτασαν μάλιστα κάποιοι να προτείνουν ακόμα και την ίδρυση κόμματος άμεσης δημοκρατίας! Η αποκατάσταση του καταρρακωμένου κύρους της αντιπροσώπευσης φαίνεται ότι για τους περισσότερους παραμένει πάντα βασικός στόχος. Είναι φανερή η αμηχανία του μέσου πολίτη μπροστά στο κενό που δημιουργεί η χρεωκοπία του υπαρκτού κοινοβουλευτισμού. Ούτε γνωρίζει, ούτε είναι εύκολο να φανταστεί τι άλλο θα μπορούσε να πάρει τη θέση του. Αυτό το γνωστικό, εμπειρικό και φαντασιακό έλλειμμα έρχονται να καλύψουν οι αρχιερείς της αστικής ιδεολογίας με τη διαστροφή των πολιτικών εννοιών και την φανατική υπεράσπιση της ετερονομίας, οι οικονομικοί ελίτ και οι οπορτουνιστές και οι καριερίστες της κομματοκρατίας με τις αέναες υπογραφές σειράς κοινωνικών συμβολαίων και υποσχετικών που παραμένουν εσαεί ανεξόφλητα. Έτσι, η λαϊκή απαίτηση ανατροπής του συστήματος υποβαθμίζεται μεθοδικά σε αίτημα ανώδυνης μεταρρύθμισής του, η έννοια της κοινωνικής αυτοθέσμισης συγχέεται με κάποιο είδος ελέγχου της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας και η αυτοργάνωση των πολιτών περιορίζεται στη δημιουργία νέων -αλλά ως επί το πλείστον παραδοσιακά συγκροτημένων- μετώπων και πολιτικών οργανώσεων, με απώτερο σκοπό ή τουλάχιστον με αποτέλεσμα τη βαθμιαία εξασθένιση και τη διάσπαση των αυθόρμητων κινημάτων των πολιτών. Δυστυχώς η δημοκρατία, όπως και τα πραγματικά πολιτικά υποκείμενα βρίσκονται, όπως λέει ο Ρανσιέρ, όχι στις τυποποιημένες ταυτότητες οιουδήποτε είδους, αλλά ακριβώς στα διάκενα μεταξύ τους.

Ευχαρίστως θα συνομολογήσουμε με την Χάννα Άρεντ ότι ο γυμνός άνθρωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα που να του ανήκει, ότι δεν είναι πολιτικό υποκείμενο. Ούτε όμως ο πολίτης των συνταγματικών κειμένων είναι πολιτικό υποκείμενο. Τα πολιτικά υποκείμενα δεν ταυτίζονται ούτε με «ανθρώπους» ή με σύνολα πληθυσμών ούτε με ταυτότητες τις οποίες ορίζουν συνταγματικά κείμενα. Ορίζονται πάντα από ένα διάκενο ανάμεσα στις ταυτότητες, είτε αυτές καθορίζονται από κοινωνικές σχέσεις είτε καθορίζονται από νομικές κατηγορίες.[…] Πολιτικά υποκείμενα υπάρχουν στο διάκενο ανάμεσα σε διάφορα ονόματα υποκειμένων.[…] Ως πολιτικό όνομα ο πολίτης αντιπαραθέτει τον κανόνα της ισότητας που καθορίζουν ο νόμος και η αρχή του προς τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν «ανθρώπους», δηλαδή τους υποταγμένους στις δυνάμεις της γέννησης και του πλούτου ιδιώτες.[13]

Μέσα στις προτάσεις και τη στάση της συντηρητικής διανόησης και των οικονομικοπολιτικών της πατρώνων, το ιδεώδες της κοινωνίας των πολιτών (με οριστικό άρθρο) δηλαδή του αδιαμεσολάβητου συνόλου των δρώντων πολιτικών υποκειμένων, υποχωρεί υπέρ της δοκιμασμένης συνταγής της κοινωνίας πολιτών (χωρίς άρθρο), δηλαδή του στίβου των αλληλοσυγκρουόμενων κοινωνικών -αναμφισβήτητα και αντικοινωνικών- ομάδων συμφερόντων που λίγο ή πολύ σέβονται τους ισχύοντες τύπους συγκρότησης της πολιτικής εξουσίας, αποδέχονται το μύθο του εξισορροπητικού και ουδέτερου αστικού κράτους, αποδέχονται ιδιοτελώς τους ανεπαρκείς υπάρχοντες θεσμούς και ρόλους (κόμματα, κοινοβούλια, παραδοσιακά συνδικάτα, ΜΚΟ, ΜΜΕ κ.λπ), ακολουθούν τους ισχύοντες όρους του πολιτικού παιχνιδιού, και δίνουν τη μάχη των συμφερόντων τους μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον που και κατά Γκράμσι[14], είναι διαβρώσιμο και αλώσιμο από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία.

[…] κάθε κράτος είναι ηθικό στο βαθμό που μια από τις σημαντικές λειτουργίες του είναι να ανεβάσει τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού σ’ ένα καθορισμένο πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο, επίπεδο (ή τύπο) που αντιστοιχεί στις ανάγκες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και επομένως στα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το σχολείο, σαν θετική παιδαγωγική λειτουργία, και τα δικαστήρια, σαν κατασταλτική και αρνητική παιδαγωγική λειτουργία, είναι οι πιο σημαντικές κρατικές δραστηριότητες προς αυτή την κατεύθυνση: αλλά στην πραγματικότητα, προς το σκοπό αυτό τείνουν ένα πλήθος από άλλες πρωτοβουλίες και δραστηριότητες, οι λεγόμενες ιδιωτικές, που διαμορφώνουν τον εξοπλισμό της πολιτικής και εκπολιτιστικής ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων[15].

Η «άναρθρη» κοινωνία πολιτών, που ήρθε ως βελτιωμένη εκδοχή μιας αυταρχικής πολιτικής κοινωνίας, έχει όχι απλώς την ανοχή αλλά σε τελευταία ανάλυση και την έγκριση και την ευλογία της εξουσίας, σχεδόν ανεξάρτητα από τα ιδεολογικά διακριτικά που και οι δύο φέρουν. Η εξουσία φοβάται αντιθέτως ένα αυθόρμητο κίνημα με δημοκρατικό πρόταγμα, διότι, ως άμεσο βήμα πραγμάτωσης της ιδέας της κοινωνίας των πολιτών, ένα τέτοιο κίνημα δεν είναι φορέας συντεταγμένων, ανακυκλούμενων και απορρίψιμων αιτημάτων ή εύκολα διαχειρίσιμων μορφών κοινωνικής αντιπαράθεσης, αλλά διεκδικήσεων με απρόβλεπτη κλιμάκωση, εξέλιξη και αποτέλεσμα. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται εν σπέρματι μέσα σε κάθε ουσιαστική απόπειρα γονιμοποίησης της πολιτικής πραγματικότητας με δημοκρατικό σπόρο. Ο συντηρητισμός λειτουργεί αντιθέτως ως σπερματοκτόνο. Ταυτοχρόνως παρέχει στην ανθρωπότητα «επιστημονικές» διαβεβαιώσεις για το μάταιο των γονιμοποιητικών προσπαθειών λόγω αποτελεσματικής αντισύλληψης αν όχι και αποδεδειγμένης πλέον στειρότητας της κοινωνίας και άρα για την έλευση του αναπόφευκτου τέλους της πολιτικής και της ιδεολογίας. Πάντοτε αυτό έκανε και πάντα αυτό θα κάνει, έστω κι αν η ιστορία δεν κάνει άλλο από το να τον διαψεύδει. Η στιγμή της εξέγερσης είναι μια τέτοια στιγμή διάψευσης. Το άμεσο αποτέλεσμα ή η παρακαταθήκη που αφήνει αποτελεί ζωντανή απόδειξη ότι είναι δύσκολο για οποιαδήποτε κοινωνία να συντηρείται επί μακρόν πολιτικά άγονη, στάσιμη, ή εντός φορμόλης. Δεν υπάρχει τελικό πολιτικοκοινωνικό σύστημα, ούτε καν αυτό που ζωγραφίζει η πιο ουτοπική σύλληψη. Το τέλος της πολιτικής δε θα έρθει νωρίτερα από το τέλος της κοινωνίας.

Κάθε κοινωνική εξέγερση, ακόμα και η πιο οικτρά αποτυχημένη ως προς τα άμεσα εμπράγματα αποτελέσματά της, εντάσσεται σε μια αλυσίδα ιστορικών γεγονότων που οδηγούν έστω μελλοντικά σε κάποια σημαντική πολιτική μεταβολή. Αλλά αν εκδηλώνεται μια εξέγερση είναι γιατί τα «νόμιμα» πολιτικά μέσα κοινωνικής μεταρρύθμισης κρίνονται από τις καταπιεσμένες ομάδες ως αναποτελεσματικά. Και είναι όντως τέτοια επειδή καμιά εξουσία δεν επιθυμεί την ανατροπή της. Εδώ λοιπόν συναντιούνται ο ρανσιερικός εντοπισμός του πολιτικού υποκειμένου και της πολιτικής στο διάκενο μεταξύ ταυτοτήτων, με την καστοριάδεια διαπίστωση της αυτονόμησης του θεσμού που περιγράψαμε παραπάνω: πραγματική πολιτική υπάρχει εκεί όπου το πολιτικό υποκείμενο αμφισβητεί το θεσμισμένο και δρα για να το αλλάξει, ή να το αφανίσει. Και αφού τα νόμιμα πολιτικά μέσα είναι αναποτελεσματικά, δεν του μένει άλλο από την αμφισβήτησή τους σε πρώτο χρόνο και την εξέγερση σε δεύτερο. Όσο κι αν οι κοινωνικές διεκδικήσεις στρέφονται σε επιμέρους τομείς όπως η οικονομία, η ελευθερία, ή η δικαιοσύνη, στη βάση τους υπάρχει πάντα και μια αιτίαση που στρέφεται κατά του ίδιου του εγκαταστάτη αυτής της ανισότητας, της ανελευθερίας ή της αδικίας. Κι επειδή αυτός είναι η κοινωνική ιεραρχία που στηρίζεται σε κριτήρια αυθεντίας, καταγωγής και πλούτου, δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική πολιτική δράση που να μην στοχεύει την ιεραρχία, είτε κάτι τέτοιο αποτελεί ενσυνείδητο και διακηρυγμένο στόχο είτε όχι. Η πραγματική δημοκρατία αυτή την ιεραρχία έχει αντίπαλό της. Από τη πλατεία της Σίντι Μπουζίτ και την πλατεία Ταχρίρ μέχρι την κατειλημμένη Wall Street, από τη Λιβύη, τη Συρία, το Μπαχρέϊν, και την Υεμένη μέχρι την πλατεία Del Sol και την πλατεία Συντάγματος, υπάρχει ένας κοινός εξεγερσιακός τόπος, παρά τις διαφορές που εντοπίζονται στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση των χωρών αυτών, στα γεωστρατηγικά ενδιαφέροντα και τους εθνικούς και υπερεθνικούς στόχους που τίθενται από διάφορες πλευρές, στην παρεμβατικότητα των ξένων δυνάμεων, στην ανεκτικότητα των καθεστώτων, ακόμα και στα προτάγματα των εξεγερμένων. Ο κοινός αυτός τόπος είναι η διαπίστωση της ετερονομίας που συνδέεται με την ιεραρχική δόμηση της κοινωνίας και άρα, σε τελευταία ανάλυση, η αμφισβήτηση ολόκληρου του συστήματος που ενσαρκώνει τα παραπάνω. Αν και οι οικονομικές διεκδικήσεις όπως επίσης αυτές που σχετίζονται με συγκεκριμένα δικαιώματα και ελευθερίες τίθενται συνήθως κατά προτεραιότητα λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους, η καθοριστική διεκδίκηση είναι εκείνη του εκδημοκρατισμού ο οποίος ποτέ δεν μπορεί να αποτελέσει απλώς αίτημα. Ίσως η καθοριστικότερη στιγμή κατά τη μεταμόρφωση ενός υπηκόου σε πολίτη, είναι η στιγμή αυτής της συνειδητοποίησης. Τα ιεραρχικά συστήματα προϋποθέτουν και παράγουν συναίνεση και υποταγή. Ή έννοια του αιτήματος έχει νόημα μόνο εντός ιεραρχικών δομών και καταστάσεων που γεννούν έστω περιστασιακή διαφορά ισχύος, καθώς ένα αίτημα απευθύνεται πάντα προς κάποιον ισχυρότερο στου οποίου την κρίση και την εξουσία επαφίεσαι. Η διεκδίκηση αντιθέτως (οποιαδήποτε διεκδίκηση) πέρα από το αρχικό φανερό επίδικό της, στρέφεται εμμέσως ή αμέσως και κατά της ίδιας της ιεραρχίας, αμφισβητώντας την θεσμισμένη ισχύ. Όταν θέτεις ένα αίτημα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για την απόρριψή του. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποτελεί παραδοξολογία όχι μόνο από άποψη πολιτική αλλά και καθαρά εννοιολογική ο όρος ‘δημοκρατικό αίτημα’ και ‘αίτημα εκδημοκρατισμού’. Ένας κραταιός δήμος (=ο κυριάρχος σε μια δημο-κρατία) δεν έχει κανέναν από τον οποίον να ζητήσει οτιδήποτε˙ αλλά επίσης ένας μη κραταιός δήμος (αν υποθέσουμε ότι μπορεί να σταθεί θεωρητικά μια τέτοια οντότητα) δεν έχει νόημα να αιτείται από κάποια ισχυρότερη εξουσία τη μεταβίβαση σε αυτόν της ισχύος της. Οι κοινωνίες, είτε όντως δημοκρατικές είτε εν δυνάμει τέτοιες, δεν έχουν κανένα λόγο να θέτουν αιτήματα, άρα ούτε να συντηρούν παραλήπτες-κριτές των αιτημάτων τους. Έχουν αντιθέτως κάθε λόγο να διεκδικούν από την αδράνεια/αντίσταση μιας δεδομένης αλλά διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας δομές, λειτουργίες και όρους για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον.

Τη δημοκρατία πολλοί εκθείασαν αλλά λίγοι πραγματικά αγάπησαν. Ο Ρανσιέρ μιλάει για μίσος. Εμείς θα μιλήσουμε για φόβο που είναι ένα πρωτογενές και αρχέγονο συναίσθημα και που άλλωστε βρίσκεται στη βάση του μίσους. Είναι δύσκολο να μισήσεις αν κάτι δικό σου δεν απειλείται, αν πρώτα δε φοβηθείς για την απώλειά του. Το ότι κι εκείνος άλλωστε δέχεται πως το μίσος για τη δημοκρατία οφείλεται στον φόβο που αυτή προκαλεί, συνάγεται από τη συμπερασματική του διατύπωση στον επίλογο του βιβλίου του: «[…] Δεν επαφίεται (η δημοκρατία) παρά μόνο στη σταθερότητα των δικών της ενεργειών. Αυτό μπορεί να προκαλέσει φόβο, άρα και μίσος, σε όσους έχουν συνηθίσει να ασκούν την αυθεντία του αλάθητου της σκέψης τους.[…]»[16] Ωστόσο το πρόβλημα είναι δυστυχώς δυσκολότερο. Ο εκδημοκρατισμός, δηλαδή η πορεία προς τη δημοκρατία, δε σκοντάφτει μόνο σε όσους πιστεύουν στο αλάθητο της σκέψης τους, αλλά και σε όσους φοβούνται τα ενδεχόμενα λάθη της δικής τους σκέψης (άρα εδώ δεν μπορεί να υπάρξει μίσος), επίσης σε όσους προτιμούν να πιστεύουν στο αλάθητο της σκέψης τρίτων, τελικά σε όσους θα ήθελαν να στηριχτούν τώρα ή μελλοντικά στο αλάθητο της σκέψης γενικώς. Φοβούνται τη δημοκρατία περισσότεροι από όσους τη μισούν. Και τη φοβούνται διότι μια δημοκρατία είναι για όλους αυτούς μια σύνθετη απειλή˙ άρα και ο φόβος απέναντί της είναι ένας σύνθετος φόβος: είναι ο παμπάλαιος φόβος απέναντι στη δύναμη της πλειοψηφίας, απέναντι στην ανωνυμία του πλήθους, απέναντι στην πρωτογενή συλλογικότητα των ανένταχτων σκεπτόμενων και δρώντων πολιτικών υποκειμένων˙ είναι ο φόβος της πολιτικής ευθύνης και της πολιτικής αρμοδιότητας του απλού πολίτη, του μη ειδικού˙ ο φόβος για κάτι σχεδόν άγνωστο, που δε βρίσκεται μόνο έξω από το άτομο αλλά και εντός του, εντοπιζόμενο στο επέκεινα του ατομικισμού και της ιδιώτευσης˙ ο φόβος της έλλειψης αυθεντίας, ασφαλούς καθοδήγησης και ηγεσίας˙ ο φόβος για μια επαπειλούμενη απώλεια της ειδικής επαγγελματικής, πολιτικής και κοινωνικής θέσης, της περιουσίας και των ειδικών προνομίων, δηλαδή ο φόβος για την πολιτική και κοινωνική ισότητα και την ισότητα ευκαιριών. Είναι, τέλος, ο φόβος της απώλειας της κεκτημένης κοινωνικοπολιτικής μας ταυτότητας˙ μιας ταυτότητας που ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός τη θέλει τόσο πιο διακεκριμένη, ασφαλή και ισχυρή όσο περισσότερες είναι οι περιχαρακωμένες συλλογικές της αναφορές, οι αφοσιώσεις και οι ιδεολογικές της ταυτίσεις, όσο περισσότερο θέτει εαυτήν στη διάθεση ειδικών συμφερόντων και σπεύδει σε κομματικές, συνδικαλιστικές, θρησκευτικές, αθλητικές και λοιπές ομαδοποιήσεις, όσο λιγότερο δηλαδή αυτή καθορίζεται από την ανεξαρτησία και ελευθερία σκέψης και δράσης, από τη ανάγκη και τη δυνατότητα για αυτοδιάθεση και διαρκή αυτοπροσδιορισμό.

____________

[1] Ο όρος αναβαπτισμός οφείλεται στην καθηγήτρια του Α.Π.Θ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη. Το γλωσσικό αυτό φαινόμενο το περιγράφει σε σχετική ανακοίνωσή της στο 3ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Ορολογίας με θέμα «ελληνική γλώσσα και ορολογία» (βλ. σχετικό τόμο εκδοθέντα από την ΕΛ.ΕΤ.Ο. με ISBN 968-86069-2-6). Πρόκειται, όπως η ίδια λέει, για την «εκ νέου κατονομασία ενός όρου ή μιας λεξικής μονάδας, ως αποτέλεσμα ανακάλυψης μιας νέας οντότητας στον ίδιο γνωστικό τομέα, π.χ. τα όπλα ονομάζονται συμβατικά όπλα μετά την ανακάλυψη των πυρηνικών όπλων». Στο παράδειγμα αυτό ο προσδιορισμός ‘συμβατικά’ ονομάζεται αναβαπτιστής. Κατ’ αντιστοιχία η δημοκρατία σήμερα περιγράφεται ως άμεση δημοκρατία μετά την «ανακάλυψη» σειράς έμμεσων μορφών της. Εν προκειμένω, ρόλο αναβαπτιστή παίζει ο προσδιορισμός ‘άμεση’.
[2] Νίκος Α. Πουλαντζάς, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τόμος Α’, μτφ. Κώστας Φιλίνης, εκδ. Θεμέλιο, σειρά Σύγχρονη Σκέψη, 1982, σελ.45.
[3] Γεώργιος Β. Αλεξανδρής, Μαθήματα γενικής πολιτειολογίας, τόμος Ι, Αθήνα 1970, σελ. 78.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης, κεφ. Η θεσμισμένη ετερονομία, στο βιβλίο Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1981, σελ. 163.
[5] Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της δημοκρατίας, μτφ. Ελευθερία Δεκαβάλλα, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2004, σελ. 300.
[6] Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. «ΓΝΩΣΗ» Αθήνα 1993, σελ. 146.
[7] ό.π., σελ. 116.
[8] ό.π., σελ. 117.
[9] ό.π., σελ. 117.
[10] Πανταζή Τερλεξή, Το πολιτικό σύστημα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1973, σελ.266.
[11] ό.π.
[12] Theodor W. Adorno, Αισθητική θεωρία, μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σελ. 413
[13] Jacques Rancière, Το μίσος για τη δημοκρατία, μτφ.-επιμ. Βίκυ Ιακώβου, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2009, σελ. 88-89.
[14] Βλέπε την εισήγηση του Βασίλη Μαγκλάρα, Συναίνεση και Υποταγή. Όψεις της θεωρίας του Γκράμσι για το Πολιτικό και την Κοινωνία Πολιτών / Η Κοινωνία Πολιτών ως διαμεσολάβηση. Ξεπερνώντας τον Τοκβίλ, στο επιστημονικό συνέδριο με τίτλο Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές Κοινωνικές Επιστήμες και τη Θεωρία, Κέντρο Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας – Κέντρο Πολιτικών Ερευνών, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, 30/11/-1/12/2007. Διαδικτυακή προσπέλαση (1/12/2011), http://library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/640/1/Magklaras.pdf
[15] Αντόνιο Γκράμσι, Για το Μακιαβέλι για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, μτφ. Φ.Κ., εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, σελ. 181-182.
[16] Rancière, ό.π., 13, σελ. 133.

Πηγή: Διακυβέρνηση και Πολιτική – περιοδικό «Θέσεις».

Ειρωνείες, του Σπύρου Μαρκέτου

Η πολυπόθητη απελευθέρωση από το ευρώ πλησιάζει μετά την εκλογική συντριβή των τριών χουντικών κομμάτων. Καλώντας να κυβερνήσει μόνος του ο Σύριζα, ο εκπρόσωπος των βιομηχάνων Δασκαλόπουλος έδειξε πως ένα σημαντικό κομάτι του πλέγματος εξουσίας έχει πλέον αποδεχτεί το μοιραίο, και κύριο μέλημά τους είναι τώρα να φορτώσουν την ευθύνη στην αριστερά ώστε, κρύβοντας τον δικό τους ρόλο στην καταστροφή που ζούμε, κατόπιν να παραστήσουν τους τιμητές. Τρέμουν προπαντός μη σκάσει στα δικά τους χέρια το κανόνι του ευρώ.

Μια νέα ιστορική περίοδος άνοιξε την περασμένη κυριακή. Με την ψήφο τους οι λαοί της Ελλάδας και της Γαλλίας, και πιθανότατα μεθαύριο και ο ιρλανδικός με το δημοψήφισμά του, έδειξαν πως η στοιχειώδης δημοκρατία συγκρούεται πλέον με την ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος να εγκαινιάσει έναν νέο κύκλο συσσώρευσης στηριγμένο στην υπερεκμετάλλευση. Αμφισβητούν δηλαδή έμπρακτα τις καταστατικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Ακόμη πιο δραματικές νότες προσθέτει η αβέβαιης έκβασης κοινωνική επανάσταση που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα στο κέντρο του αραβικού κόσμου, την Αίγυπτο. Ο κόσμος μας του χρόνου τέτοιον καιρό, ή ίσως και το ερχόμενο καλοκαίρι, θα είναι πολύ διαφορετικός από τον σημερινό.

Το κεντρικό επίδικο των ημερών, η μοίρα του ευρώ, διαγράφεται ολοένα καθαρότερα κάθε μέρα που περνά. Η αρρώστια του δεν κρύβεται πια, αλλά οι γιατροί διαφωνούν για τη μέθοδο σωτηρίας. Κάποιοι προτείνουν ακρωτηριασμό. Οι εκπρόσωποι των τραπεζιτών, έλληνες και ξένοι, εκλεγμένοι και ανεξέλεγκτοι, δηλώνουν ωμά πλέον ότι το ηχηρό όχι του ελληνικού λαού στο μνημόνιο επάγεται έξοδο από το ευρώ. «Οι χώρες της ευρωζώνης δεν πρέπει να απομακρυνθούν από την πορεία μεταρρυθμίσεων, ειδάλλως δεν θα ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών», ωρύεται ο υπουργός Οικονομικών της Μέρκελ.  «Είμαι πεπεισμένος πως θα κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη των αγορών απέναντι στην ευρωζώνη ως σύνολο. Αλλά αυτό προϋποθέτει πως όσα έχουμε συμφωνήσει θα εφαρμοστούν βήμα βήμα και με συνέχεια». Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δηλώνει, με άλλα λόγια, πως την ευρωζώνη κυβερνούν οι διαβόητες αυτές «αγορές», ή αλλιώς τραπεζίτες, και οι λαοί απαγορεύεται να ψηφίζουν ενάντια στη δικτατορία τους.

Διαφορετική ανάγνωση των πραγμάτων κάνει ο Αλέξης Τσίπρας, που ονειρεύεται μια εναλλακτική πολιτική εντός του ευρώ. Στις δηλώσεις του μετά τη λήψη της διερευνητικής εντολής ζητά μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία θ’ απαλλάξει τη χώρα από τα μνημόνια. Έχει διδαχτεί από το πάθημα άλλων: αν τα χουντικά κόμματα έχασαν με την αυταρχική και ληστρική τους πολιτική τρία εκατομμύρια ψήφους μέσα σε τριάντα μήνες, καλύτερα να μην επιχειρήσει και ο Σύριζα παρόμοιες κυβιστήσεις. Πρέπει λοιπόν να προωθήσει τη φιλολαϊκή μεταρρύθμιση που υποσχέθηκε προεκλογικά. Συνάμα, ο αρχηγός του Συνασπισμού εκτιμά πως μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να μας κρατήσει στην ευρωζώνη.

Είναι αβέβαιο αν ο Τσίπρας καταλαβαίνει με ποιές δυνάμεις έχει να συγκρουστεί. Ίσως θεωρεί, πιστεύοντας τις ρητορείες περί Ευρώπης των λαών, ότι ο ίδιος κινείται μέσα στο πραγματικό της πνεύμα όταν επικαλείται μια «ευρωπαϊκή διέξοδο από την κρίση», ενώ αντίθετα ο Σόιμπλε και όλοι εκείνοι που πράγματι μας κυβερνούν το έχουνε κατά κάποιον τρόπο παρεξηγήσει. Σε τέτοιες ημέρες διεθνούς πολιτικής ρευστότητας, κι ενώ ακούγεται ολοένα πιο βοερά ο επιθανάτιος ρόγχος του ευρώ, ίσως πιστέψουν στο ίδιο μαγικό γιατροσόφι και άλλοι απελπισμένοι συγγενείς.

Το ζήτημα πάντως δεν είναι αν ο Τσίπρας καταλαβαίνει καλύτερα από τον Σόιμπλε τι σημαίνει ευρώ. Είναι ότι προτείνοντας μια κυβέρνηση της αριστεράς που θ’ αναδιαπραγματευτεί, φαντάζεται, τα μνημόνια, εκφράζει σήμερα τη θέληση του ελληνικού λαού γι’ ανατροπή της μνημονιακής δικτατορίας. Αν κρατήσει εδώ σταθερή στάση, αν πράγματι επιμείνει στο σύνθημα του Συνασπισμού, «Καμία θυσία για το ευρώ», και τούτο είναι ένα μεγάλο ‘αν’, τότε η δυναμική των πραγμάτων μάλλον θα τον κάνει, όταν τεθεί επιτακτικά το δίλημμα δημοκρατία ή ευρώ, ν’ απαντήσει ‘δημοκρατία’.

Πιστεύω ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά, κρατώντας την αυτοτέλεια και τη χωριστή φωνή της, θα πρέπει να τον ενισχύσει όσο αυτός δείχνει διάθεση να συγκρουστεί με τους ευρωκράτες. Θα πρέπει δηλαδή να του προσφέρουμε κριτική στήριξη, έστω και αν διαφωνούμε μαζί του για τη φύση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μολονότι γνωρίζουμε ότι καμιά αναδιαπραγμάτευση των μνημόνιων δεν θα φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. Έτσι αφενός στερεώνουμε τη συγκρουσιακή του διάθεση και αφετέρου μένουμε αξιόπιστοι στα μάτια του λαού, πράγμα αδύνατο αν εμείς σταθούμε παράμερα την ώρα που εκείνος θα συγκρούεται. Αν καταγγέλλουμε τον Τσίπρα ενόσο εκείνος εκφράζει τις ελπίδες του λαού, λίγοι θα πάρουν στα σοβαρά τις διαμαρτυρίες μας αν τυχόν εκείνος αύριο αλλάξει ρότα. Κι επίσης θα δυσκολέψουν οι προσπάθειές μας για μαζική κινητοποίηση, το βασικό πολιτικό μας μέσο, που αποτελεί και την καλύτερη εγγύηση ότι η κυβέρνηση, όποιος και αν είναι επικεφαλής της, θα πάψει να κάνει τα θελήματα των τραπεζιτών. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο, στις δύσκολες ημέρες που έρχονται, να κατηγορηθούμε για μικρόψυχες εμμονές ή διάσπαση της αριστεράς, όπως το ΚΚΕ.

Ο ελληνικός λαός έχει ήδη κερδίσει δυο μεγάλες νίκες, νίκες στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Πρώτα πρώτα ανάγκασε τη χούντα να προκηρύξει εκλογές, επειδή δεν μπορούσε να κυβερνήσει άλλο μόνη της, κι έπειτα τσάκισε στις 7 Μάη τα κόμματα που την στήριξαν. Το πάγωμα αντικαταστάθηκε από την ελπίδα, και η ελπίδα των πολλών μπορεί γρήγορα να γίνει δράση. Αυτήν τη δυναμική, στην οποία συντελέσαμε σημαντικά, πρέπει να φυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού, και να την ενισχύσουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Ναι, θα προτιμούσαμε ο λαός να έβλεπε καθαρότερα τα πράγματα, και η ηγεσία της αριστεράς να μην ονειρευόταν τον τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή κατάργηση των μνημόνιων και συνάμα παραμονή στο ευρώ. Δυστυχώς όμως στην ιστορία συνήθως έχουμε να δράσουμε μέσα σε τέτοιες θολές καταστάσεις.

Στην ιστορία, επίσης, αφθονούν οι ειρωνικές αντιστροφές. Ο Παπαδήμος, ως λίγες ώρες προτού πρωθυπουργοποιηθεί, εξηγούσε γιατί ένα ‘κούρεμα’ θα ήταν καταστροφή για τους καταθέτες, την Ευρώπη και τον ίδιο τον πολιτισμό, αλλά τελικά το ανέλαβε ο ίδιος, ώστε τουλάχιστον να γλυτώσει τις τράπεζες από το ‘κούρεμα με την ψιλή’. Ίσως σήμερα κανείς να μην είναι τόσο επικίνδυνος για το ευρώ όσο οι οπαδοί του, που θέλουνε να το μεταρρυθμίσουν. Θα ήταν η υπέρτατη ειρωνεία αν οι διαπρύσιοι υποστηρικτές του ευρώ στην αριστερά έβγαζαν τη χώρα από την ευρωζώνη, όπως μοιάζει να περιμένει ο Δασκαλόπουλος, και μάλιστα ξήλωναν άθελά τους και το ίδιο το κοινό νόμισμα των τραπεζιτών. Οπότε και ο οικονομολόγος εκείνος που βεβαίωνε ότι «με όλη την φιλολογία περί χρέους, ελλειμμάτων και πιστωτών χάνεται το ταξικώς ουσιώδες», θα μας διευκρινίζει ότι όλα αυτά τα έλεγε απλώς για ν’ αποκοιμίσει τους τραπεζίτες.

Η έξοδος από το ευρώ έρχεται σύντομα. Χωρίς τη θέληση της κυβέρνησης, είτε κυβερνά η αριστερά είτε η δεξιά. Καλύτερο όμως είναι, νομίζω, να έρθει με μια κυβέρνηση της αριστεράς. Όχι μόνο γιατί με αριστερή κυβέρνηση θα διευκολυνθεί η μαζική κινητοποίηση, και τελικά η μετάβαση θα είναι μάλλον και πιο αναίμακτη. Κι επειδή την οικονομική μεγέθυνση που θ’ ακολουθήσει θα την πιστωθεί η αριστερά και όχι η δεξιά. Αλλά και γιατί έτσι μπορούν να ενεργοποιηθούν ευκολότερα αντισταθμιστικοί μηχανισμοί υπέρ του λαού, και συνάμα θ’ αδρανοποιηθούν ευκολότερα οι φασίστες που περιμένουν τη συγκατάνευση των κυβερνώντων για να εξαπολυθούν εναντίον μας.

Τεράστια ΑΠΟΧΗ – Νέα ΕΠΟΧΗ!

Η αλματώδης αύξηση της αποχής από την εκλογική τελετουργία σηματοδοτεί μια νέα πολιτική εποχή που αναδύεται. Η αποχή πετάχτηκε στο 35%, από το 29% που σημείωσε στις βουλευτικές εκλογές του 2009 και το ποσοστό αυτό είναι ίσο με το άθροισμα των ποσοστών των δύο πρώτων κομμάτων!  Πρόκειται για ένα φαινόμενο τεράστιας πολιτικής σημασίας που δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κούρσα ραγδαίας απονομιμοποίησης, του σάπιου πολιτικού συστήματος που οδηγεί την Ευρώπη και τον κόσμο σε μνημόνια τρόμου, σε εργασιακό μεσαίωνα, στην ανεργία, τη φτώχια, τη δυστυχία, την ανισότητα και την ανελευθερία.
Το λεγόμενο «μαύρισμα» δεν αφορά απλώς το δικομματισμό και τα κόμματα του μνημονίου. Πρόκειται για μαύρισμα ολόκληρης της πολιτικής παρωδίας που ευθύνεται για τη διαρκή ανακύκλωση της διαφθοράς, της ανισότητας, της πολιτικής κατάπτωσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Διότι το σημερινό ρεκόρ αποχής δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, αλλά έρχεται ως φυσική συνέχεια μιας αυξανόμενης απονομιμοποίησης του συστήματος που έχει αρχίσει εδώ και χρόνια. Το μόνο που αιφνιδίασε κάποιους είναι ότι η απονομιμοποίηση που μέχρι πρότινος προχωρούσε με σταθερό βηματισμό, στις τελευταίες δύο εκλογικές φιέστες φαίνεται να κινείται με άλματα.
Το αυτιστικό κομματοκρατικό σύστημα δέχεται σήμερα ένα καίριο χτύπημα απαξίωσης από το λαό, ένα χτύπημα που το σύστημα γνωρίζει πως όσο κι αν είναι οδυνηρό, δεν πρόκειται να είναι το τελευταίο, ούτε το ισχυρότερο. Οι μεθυσμένοι με την εξουσία ή την προοπτική της ζηλωτές της ετερονομίας, αυτοί που πιστεύουν ότι έχουν ειδικό ταλέντο, εφόδια και δικαίωμα να αποφασίζουν ερήμην της κοινωνίας για λογαριασμό της, θα έχουν στο αμέσως επόμενο διάστημα πολλή δουλειά. Οφείλουν πρώτα στον εαυτό τους έναν στοιχειώδη έστω προβληματισμό για την αποτυχία διατήρησης της συναίνεσης γύρω από τις υπαρκτές μορφές κοινοβουλευτισμού τον οποίον πιστά υπηρετούν, αυτού του συστήματος διακυβέρνησης που τα μετεπαναστατικά καθεστώτα καθιέρωσαν ως μοναδική δήθεν εφικτή λύση για ολόκληρο τον κόσμο. Κάποιοι θα πρέπει επίσης να απολογηθούν και στα πανικόβλητα αφεντικά τους και να τους παράσχουν διαβεβαιώσεις ότι η κατάσταση εξακολουθεί να είναι υπό έλεγχο! Στη συνέχεια όλοι αυτοί οι «πεφωτισμένοι» θα πρέπει να αναζητήσουν νέα επιχειρήματα, θα πρέπει να εφεύρουν νέα διλλήματα, νέες απειλές για να τις θέσουν στο ανυπότακτο πλήθος ώστε να το ξαναμετατρέψουν σε κοπάδι.
Δύσκολη υπόθεση! Διότι όπως προαναφέραμε και όπως αποδεικνύει ο πίνακας παρακάτω, ενώ η απονομιμοποίηση του συστήματος έτρεχε με περίπου σταθερή 1% αύξηση της αποχής ανά εκλογική βουλευτική αναμέτρηση, τελευταία επιταχύνεται. Στις εκλογές του 2009 ήδη έτρεχε με πάνω από 3% ενώ τώρα άνοιξε το διασκελισμό της στο 6%, αύξηση που ισοδυναμεί με άλμα! Αν στο ποσοστό αποχής προσθέσουμε τα άκυρα/λευκά τότε προκύπτει μια ποσοστιαία απόρριψη 36,45%, πράγμα που σημαίνει ότι ο ένας στους 3 πολίτες της χώρας δεν ικανοποιείται από το πολιτικό σύστημα.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως αυτό το άλμα απαξίωσης της κομματοκρατίας και της ετερόνομης διακυβέρνησης της κοινωνίας είναι ταυτοχρόνως ένα άλμα της τελευταίας προς το κέντρο της πολιτικής. Η πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας αποδεικνύεται σήμερα τόσο καθαρά, που καθιστά γελοία πλέον κάθε ερμηνεία της εκλογικής αποχής ως φαινομένου πολιτικής αδιαφορίας. Άλλωστε οι αποφάσεις κατάληψης εκλογικών τμημάτων, η εξαφάνιση και αναζήτηση των χαμένων εφορευτικών επιτροπών, η πλήρης αποχή σε ορισμένα εκλογικά τμήματα, η κατάθεση των ταυτοτήτων σε ένδειξη διαμαρτυρίας και οι υπόλοιπες ατραξιόν του εκλογικού χάπενιγκ, συνθέτουν ένα σκηνικό δημιουργικής πολιτικής διάδρασης που τα επιμέρους φαινόμενά της, κωμικά ή μη, δύσκολα μπορούν να ερμηνευτούν ως ειδικές διαμαρτυρίες, αποκομμένες από το κεντρικό πολιτικό ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από τον εκδημοκρατισμό του συστήματος με θεσμική επαναδραστηριοποίηση της κοινωνίας. Κι αυτό διότι κοινός τόπος όλων αυτών των διαμαρτυριών και εκδηλώσεων είναι η αντίθεση με το σύστημα που γεννάει τις επιμέρους αιτίες της υφιστάμενης πολιτικής αθλιότητας.
Ο λαός πολιτικοποιείται, βοηθούσης δυστυχώς της εξαθλίωσής του. Και όσο περισσότερο συμβαίνει αυτό, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τα χρεωκοπημένα πολιτικά πρότυπα που του προσφέρθηκαν ως μοναδική ρεαλιστική επιλογή, καθώς ανακαλύπτει ότι αυτός ο περιβόητος δήθεν ρεαλισμός της πολιτικής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αχρείαστος κυνισμός μιας ιδιοτελούς εξουσίας την οποία δεν έχει λόγο να ανέχεται.
Ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας θα παρακολουθήσει τις επόμενες μέρες αηδιασμένο και εξοργισμένο τη γνωστή θεατρική παράσταση από το θέατρο του πολιτικού παραλόγου με τους κενούς περιεχομένου διαξιφισμούς των πολιτικών θαμώνων των μιντιακών καφενείων, τα οποία σε αντίθεση με τα πραγματικά καφενεία, σπανίως φιλοξενούν πολιτική σκέψη. Ο κύριος πολιτικός σκοπός των μιντιακών καφενείων δεν είναι μόνο η αύξηση της συσπείρωσης γύρω από τη μνημονιακή πολιτική και τις παραλλαγές της. Είναι ακόμα χειρότερα η παραγωγή συναίνεσης υπέρ του συστήματος που έχει κάθε συμφέρον και σκοπό να παράγει τέτοιες πολιτικές.
Αν το σύστημα μέσω των ιδιόκτητων τηλεοπτικών του παραθύρων εννοεί να βαφτίζει ουτοπική στάση τη συντριπτική νίκη της κριτικής εκλογικής αποχής, και ρεαλισμό το αγκομαχητό των κομμάτων που αγωνίζονται να σχηματίσουν κυβέρνηση προσπαθώντας να πιάσουν έστω το μισό ποσοστό αυτής της αποχής, δεν είναι γιατί δεν ξέρει αριθμητική, ούτε γιατί ανησυχεί για την πολιτική αδιαφορία της κοινωνίας. Είναι αντιθέτως διότι η άρνηση της συμμετοχής στην πολιτική παρωδία των εκλογών αποκαλύπτει μια επικίνδυνη για την επιβίωσή του κοινωνική μεταστροφή, που προσωρινά εκφράζεται με την αμφισβήτηση της πολιτικής μυθολογίας που εδραιώθηκε με το τέλος των μεγάλων επαναστάσεων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντισυστημικό από το τέλος της εκλογικής αυταπάτης, από την ήττα της εκλογικής απάτης (απάτης με πολιτικούς και όχι αριθμητικούς όρους).
Αυτό που κυοφορείται είναι μια νέα επανάσταση. Κανείς δεν ξέρει την αφορμή, τον τόπο, τον ακριβή χρόνο και τον τρόπο που αυτή θα εκδηλωθεί. Αλλά η ελπίδα κάθε σώφρονος ανθρώπου είναι να πρόκειται για ειρηνική επανάσταση, γιατί η βία της επανάστασης έχει αίμα, συνήθως πολύ, και συχνά αδικοχυμένο. Θα ήταν λοιπόν προτιμότερο να υπάρξει μια ειρηνική επανάσταση που θα φέρει ουσιαστικές (άρα υποχρεωτικά σαρωτικές) αλλαγές στους πολιτικούς θεσμούς και στο σύστημα διακυβέρνησης. Η αλλαγή κομματικών ηγεσιών, η αλλαγή των κομμάτων που διεκδικούν ή κατακτούν την εξουσία, η ανάδυση νέων κομματικών πρωταγωνιστών, η αλλαγή του εκλογικού νόμου, η τροποποίηση ή ακόμα και η απάλειψη των ειδικών προνομίων των βουλευτών και των κυβερνητικών στελεχών, η μείωση του αριθμού των βουλευτών και των αμοιβών τους και η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων ενώ δεν αποτελούν ουσιαστική απάντηση στο κεντρικό πολιτικό πρόβλημα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως στάχτη στα μάτια του λαού, ως δήθεν απόδειξη αναβαπτισμού του καθεστώτος σε δημοκρατικά ύδατα. Όλα αυτά δεν κάνουν καμιά ουσιαστική πολιτική αλλαγή.
Το κεντρικό πολιτικό ζήτημα είναι η ύπαρξη ή μη της πολιτικής ελευθερίας. Και πολιτική ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο από την ελευθερία της κοινωνίας να αποφασίζει για την τύχη της. Χρειαζόμαστε θεσμούς που να κατοχυρώνουν τη λαϊκή κυριαρχία σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Δεν χρειαζόμαστε και δεν πρέπει να πάμε σε αναθεώρηση αυτού του ευθυμογραφήματος που ονομάζεται ελληνικό σύνταγμα, αλλά χρειαζόμαστε ένα νέο σύνταγμα που θα κατοχυρώνει με σαφέστατο τρόπο τη λαϊκή κυριαρχία, θα προβλέπει ελεύθερα δημοψηφίσματα, ανακλητότητα του πολιτικού προσωπικού και που θα θέτει την εξουσία στη διάθεση και τον διαρκή και άγρυπνο έλεγχο της κοινωνίας. Χρειαζόμαστε συλλογικούς φορείς-δεξαμενές πολιτικής σκέψης και κοινωνικής δράσης (συνελεύσεις, τοπικά συμβούλια, ανοιχτή εθνική διαβούλευση) και όχι κόμματα-διεκδικητές εξουσίας, χρειαζόμαστε εκδημοκρατισμό και όχι ολιγαρχία, χρειαζόμαστε αυτοργάνωση, πολιτική αυτονόμηση, όχι ετερονομία. Η Ελλάδα χρειάζεται πολίτες, όχι υπηκόους, σκεπτόμενα πολιτικά όντα που συζητούν, προβληματίζονται και παίρνουν αποφάσεις, όχι οπαδούς. Το ίδιο χρειάζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα, ολόκληρος ο πλανήτης προκειμένου να διασωθούν.
Ίσως αυτή η παγκόσμια κρίση να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, το ένστικτό της για αυτοσυντήρηση. Ίσως η επόμενη μεγάλη επανάσταση να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές κάτι καλύτερο από την κομματοκρατία. Το τελικό αποτέλεσμα κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει, αλλά τα μέχρι σήμερα στοιχεία κάτι τέτοιο δείχνουν: το βάθεμα της απονομιμοποίησης όχι απλώς μιας χρεωκοπημένης οικονομίας, αλλά ενός χρεωκοπημένου πολιτικού μοντέλου.
 του Σπύρου Ραυτόπουλου

Αναλύοντας τη στρατηγική του δικομματισμού

Δεν έχω προλάβει όλες τις αναλύσεις και τους σχολιασμούς γύρω από το εκλογικό αποτέλεσμα, ο τηλεοπτικός χρόνος φαίνεται να βυθίζει τη σκέψη του μέσου έλληνα γύρω από το διαρκές δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» ωστόσο η στρατηγική των δύο ετοιμοθάνατων γιγάντων είναι περισσότερο πολύπλοκη από όσο δείχνει μια πρώτη ανάγνωση.

Τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση των exit polls το ΠΑΣΟΚ ήταν εξαφανισμένο όχι όμως γιατί φοβόταν να αντιμετωπίσει την αλήθεια της κατάρρευσης του αλλά γιατί σχεδίαζε την στρατηγική διαχείρισης της «ανάγκης για κυβέρνηση». Το πρώτο χτύπημα ήρθε με μια γενικόλογη πρόσκληση για συγκυβέρνηση με τον νικητή ΣΥΡΙΖΑ βασισμένου στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η λαϊκή εντολή επιτάσσει κυβερνήσεις συνεργασίας, το δεύτερο, με τη ψήφο ανοχής και εν λευκώ εντολή όλων υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στη τρίτη πράξη ο κομιστής της παγίδας-μπλόφας γίνονταν η ΔΗΜΑΡ.

Βασικός στόχος και των δύο κομμάτων με τη προσθήκη της ΔΗΜΑΡ είναι η κατάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός ανεύθυνου καταγγελτικού γκρουπούσκουλου που μπροστά στο κρίσιμο της απόφασης θα διαλυθεί μέσα στις συνιστώσες του. Όταν φάνηκε ότι το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα υπέκυπτε σε μια τέτοιου τύπου αβρότητα τα πράγματα έγιναν σκληρότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε ανεύθυνος παρά το ότι σύμφωνα με την επικοινωνιακή διαχείριση αυτού του βομδαρδισμού υπαναχωρούσε αν δεν έκανε «κωλοτούμπα» στο ζήτημα της επιστολής προς το Μπαρόζο.

Οι αντιφάσεις του επικοινωνιακού πολέμου γίνονται ξεκάθαρες, ωστόσο και παρά το ότι οι υπογραφές των δύο αρχηγών ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι ολαφάνερα μη νομιμοποιημένες και κατά την ομολογία των ιδίων υπήρξαν προϊόν πιέσεων και απειλών, η πρόσκληση για αναίρεση τους χαρακτηρίζεται ως πίεση για «δήλωση μετάνοιας». Οι νέες δημοσκοπήσεις από αρκετά φειδωλές μέχρι πρότινος εταιρείες δεν δείχνουν την αναμενόμενη κατάρρευση, τα πράγματα φαίνεται να δυσκολεύουν πόσο μάλλον όταν τα 5 σημεία που θέτει ως προϋπόθεση ο ΣΥΡΙΖΑ απορρίπτονται με ελαφρότητα ως ανεδαφικά.

Κάπου εδώ έρχεται να παίξει το ρόλο της η σκληρή δεξιά, τα 5 σημεία του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούνται από τα 7 των Ανεξάρτητων Ελλήνων που στις πρώτες μέρες της επικοινωνιακής λαίλαπας φάνηκε σιωπηλός ουραγός του αντί-μνημονιακού μετώπου και πίσω από τις εξελίξεις. Στα «ανεδαφικά» σημεία του ΣΥΡΙΖΑ προστίθενται τα 7 σημεία του Πάνου Καμμένου και σαν κερασάκι οι θέσεις των κουστουμαρισμένων νέο-ναζιστών για να δείξουν ότι τέτοιου είδους προϋποθέσεις κατατάσσονται de facto στα «άκρα».

Τα συμπεράσματα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο καθαρά και οι φωνές του Άδωνη ή του Αργύρη Ντινόπουλου διαπερνούν τον τηλεοπτικό αέρα από την ΕΡΤ μέχρι τη Τατιάνα (του μετανοημένου Σταμάτη Μαλλέλη). Ο ΣΥΡΙΖΑ και το αντί-μνημονικό μέτωπο στο οποίο τείνει να ηγεμονεύσει είναι ανεύθυνο, καιροσκοπικό, επικίνδυνο, δραχμολάγνο ο ΣΥΡΙΖΑ «είναι».

Σαν να μην υπάρχουν άλλες πολιτικές δυνάμεις, σαν η ΔΗΜΑΡ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες να μοιάζουν εύκολοι και αναλώσιμοι αντίπαλοι από το Πασοκογενές κέντρο και τη Λαϊκή δεξιά. Κλείνοντας και ενώ οι φωνές του αντιπολιτευόμενου αλλά πρόθυμου για ανοχή μετώπου ακούγονται ακόμα στη ανοιχτή τηλεόραση πίσω μου συμπεραίνω το εξής: Η στρατηγική του μνημονιακού μετώπου θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός του «εθνικού χώρου», στα λαϊκιστικά και επικίνδυνα άκρα ειδικά αν δεν καταφέρει να το καταστήσει συνένοχο στις μνημονιακές πολιτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πάση θυσία να μείνει εκτός του νέου ρεύματος ενός αδιευκρίνιστου «εμείς» που δομήθηκε στη παραπληροφόρηση γύρω από το ρεύμα συμπαράστασης των «we are all greeks».

Λόγγος Μιχάλης

ιδρυτικό μέλος ΧΧΧΕ

Τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Εκλογές ξανά.

της Αλεξάνδρας Πολιτάκη, επικοινωνιολόγου
αρχική δημοσίευση στο http://mythostoxypnima.blogspot.com/2012/05/blog-post_18.html?spref=fb
Κατανοώ απολύτως την άρνηση των media να διακρίνουν κάτι ουσιώδες στην προκήρυξη νέων εκλογών ένα περίπου μήνα, μετά τις προηγούμενες.Λόγος φοβικός, πρόθεση τρομοκρατίας και υποψία ότι ίσως δεν πείσουν τελικά,αγωνιώδη ένταση για το μέλλον της χώρας στη φωνή, τόση όση χρειάζεται για να δικαιολογηθούν τα πολλά μηδενικά στο μηνιαίο μισθό των δημοσιογράφων και σε άλλες παράπλευρες απολαβές, συνθέτουν το mediaκό σκηνικό.Το παιχνίδι είναι όπως πάντα σε μεγάλο βαθμό επικοινωνιακό, αλλά αυτή τη φορά και σε εξίσου μεγάλο βαθμό πολιτικό. Και η μετατόπιση αυτή, που τοποθετεί τις πολιτικές εξελίξεις στο επίκεντρο με έναν τρόπο πιο ουσιώδη και σε καλύτερη, πιο αντίστοιχη σχέση με την πραγματικότητα,είναι το πρώτο μεγάλο όφελος.
Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης έδειξε ότι το διακύβευμα των εκλογών δεν μπορούσε να ήταν απλώς η τοποθέτηση από τη μία ή την άλλη πλευρά μιας γραμμής που έγραφε «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί». Από την αρχή ο πολιτικός κόσμος ήξερε ότι το δίλημα αυτό ήταν πολύ μικρό για να αποτελέσει το κεντρικό πολιτικό ερώτημα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης μετά την κρίση, αλλά επέλεξε να σιωπήσει και να αρκεστεί σε αυτό. Υπέθεσε ότι ο κόσμος για άλλη μια φορά δε θα μπορέσει να αντιληφθεί σε βάθος και στηρίχθηκε σε αυτήν την υπόθεση και πλειοδότησε σε αυτήν την αδυναμία που σε άλλες εποχές, σε άλλες εκλογικές αναμετρήσεις ίσως και να κέρδιζε. Αλλά αυτή τη φορά έχασε.
Ο κόσμος, ο λαός, τα πρόβατα, το κοπάδι, όπως ο κάθε πολιτικός χώρος επέλεξε να χαρακτηρίσει το εκλογικό σώμα στη διάρκεια της προηγούμενης προεκλογικής περιόδου, άλλοτε με τον πρέποντα και άλλοτε με κανένα σεβασμό, φάνηκε περισσότερο σκεπτόμενος, πιο αποφασιστικός, πιο έτοιμος από τους πολιτικούς κι αυτό δεν μπορεί να το παραγνωρίσει κανείς από εδώ και πέρα. Είναι αλήθεια ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ξάφνιασε. Κλόνισε την παντοδυναμία των δημοσκοπήσεων, χτύπησε με μένος τις κακοφτιαγμένες και υποβαλλόμενες καταστροφολογικές εκδοχές των media, αιφνιδίασε τον πολιτικό κόσμο με διαφορετικό τρόπο στον κάθε χώρο. Έδειξε όμως με μια εικόνα ξεκάθαρη παρά τις πολλαπλές ερμηνείες της, ότι τα ερωτήματα θα θέτονται πια από τη βάση και η εμβάθυνσή τους θα αποφασίζεται εκεί και όχι από τα επικοινωνιακά επιτελεία των κομμάτων και το mediaκό κατεστημένο. Και αυτή ίσως είναι μια από τις πιο ισχυρές παρακαταθήκες στην οικοδόμηση μιας διαφορετικής επόμενης μέρας.
Και τώρα, ξανά προς εκλογές. Χωρίς την επικυριαρχία του mediaκού πάνω στο πολιτικό, αλλά με επίκεντρο το πολιτικό.Χωρίς ανόητα διλήματα, αλλά με εμβάθυνση στα ερωτήματα. Χωρίς αλλαζονικούς χαρακτηρισμούς και αφελείς κορώνες, αλλά με μεγαλύτερη περίσκεψη. Σε μια διαδρομή από το δικομματισμό στο διπολισμό όπως έχει αρχίσει να χαρακτηρίζεται αυτή η προεκλογική περίοδος, που περιέχει πολλά.Την προσπάθεια συγκρότησης ενός αριστερού μετώπου που θα μπορέσει να αποτελέσει μια αυριανή κυβερνητική λύση και την προσπάθεια ανασυγκρότησης του συντηρητικού χώρου με τον ίδιο σκοπό.Δεν είναι τόσο η συγκρότηση συμμαχιών,προγραμματικών συμφωνιών και άλλων τέτοιων γνωστών προεκλογικών τακτικών. Ίσως να μην είναι το μέσα ή έξω από την Ευρώπη, Ευρώ ή Δραχμή, Ελπίδα ή Φόβος. Είναι ο νέος τρόπος που για πρώτη φορά οι ενδεχόμενες απαντήσεις μοιάζουν να μπορούν να νοηματοδοτήσουν την επόμενη, άλλη μέρα.
Τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και ο αρχηγός της δεν καταφέρνουν με κανένα τρόπο στις δημόσιες – τηλεοπτικές εμφανίσεις τους να πιστωθούν τα οφέλη του πρώτου κόμματος.Χωρίς τον αέρα του νικητή, χωρίς καμία δυναμική, άτονοι, ασυντόνιστοι, ακόμα ξαφνιασμένοι, επαναλαμβάνουν κακότεχνα και άκαιρα το παλιό παιχνίδι που περιλαμβάνει τρομοκρατικές κορώνες και αδιέξοδα τρομακτικά διλήματα.Οι δημοσκοπήσεις τους παίζουν τρελά ως πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, αλλά η αλήθεια είναι πως άγγιξαν οροφή και οι αναποφάσιστοι που είναι στο 18% αν τελικά αποφασίσουν να πάνε να ψηφίσουν μάλλον δε θα φοβηθούν και πολύ από όλα αυτά. Περισσότερο ενδιαφέρουσα παράμετρος η ανάληψη εν λευκώ της επικοινωνιακή εκστρατείας από τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, παρά η κίνηση απόγνωση-συμμαχία με Μπακογιάννη και Καρατζαφέρη.
Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ αναμφίβολα φέρει τον αέρα του νικητή και έτσι κι αλλιώς, με μία ευρύτερη ανάγνωση είναι ο νικητής και το ξέρει, στοιχείο όχι απαραίτητα κακό. Έδειξε ότι μπορεί να τοποθετηθεί και να σταθεί με εμπειρία στο mediaκό σκηνικό, αλλά τα πράγματα φάνηκαν να δυσκολεύουν όταν χρειάστηκαν οι εξηγήσεις για το οικονομικό του σχέδιο και άρχισαν να ακούγονται πολλά από πολλές φωνές. Η εμφάνιση του «Υπεύθυνου Οικονομικών» Μηλιού ήταν μια κακή επιλογή. Δε φάνηκε ούτε επαρκής, ούτε πειστικός, ούτε αποφασιστικός και ξεκάθαρος ως χρειαζόταν και η εμφανής τηλεοπτική του απειρία αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την αδύναμη εικόνα του. Αν ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν εξηγήσει σύντομα με σαφήνεια και πειστικότητα το οικονομικό του σχέδιο, προφανώς θα του στοιχίσει.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ κάπου κρύβεται, κάτι κάνει, κάπου κάτι βγαίνει και ψελίζει μέσω του αρχηγού του που για πρώτη φορά αν και λαλίστατος και ρητορικότατος μοιάζει να θέλει να κερδίσει από τη σιωπή, ξανακρύβεται, παίρνει χάπια για να συνέλεθει από το σοκ και μόνο ο Κουκουλόπουλος μοιάζει να έχει συνέλεθει κάπως και απορώ πως προλαβαίνει να τρέχει καθημερινά σε τόσα κανάλια, σε τόσες εκπομπές και δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνει, καθώς δεν έχει τίποτα να πει κι έτσι επαναλαμβάνει συνεχώς «η πατρίδα» και «η πατρίδα» λες και εκείνος βρίσκεται σε μια άλλη χώρα και μιλάει από μακριά. Αν το ΠΑ.ΣΟ.Κ δεν αλλάξει σύντομα μότο θα αντιμετωπίσει προβλήματα σύγχυσής του με άλλα κόμματα, καθώς και τα ποσοστά του προβλέπεται ότι μετά τις επόμενες εκλογές θα θυμίζουν πια άλλα κόμματα.
Το Κ.Κ.Ε. σαφές,ξεκάθαρο και αμετακίνητο ενενήντα χρόνια τώρα, δε θα μας κάνει ούτε αυτή τη φορά τη χάρη. Ποιος ξέρει ίσως στα εκατό. Οι ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ κάτι θα χάσουν, κάτι θα κερδίσουν και θα πρέπει να περιμένουν και άλλες εκλογικές αναμετρήσεις για να αποδείξουν τη βιωσιμότητά τους. Η παρουσία του αρχηγού τους που είναι αρχηγού παρόντος… , είναι αυτή ανθρώπου που πιστεύει ότι θα είναι ο αυριανός Πρωθυπουργός και φαίνεται να εμπνέει ώστε να το πιστεύουν και όλοι οι βουλευτές του που κατά περίεργο λόγο, στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις δεν υστεριάζουν όλοι – πλην Κουντουράς που υστεριάζει για τον Καμμένο – τόσο θα περιμέναμε περί εθνικών θεμάτων. Τα μικρότερα κόμματα αυτά που δεν μπήκαν ούτε θα μπουν στη Βουλή, αναμφίβολα θα χάσουν από τα ποσοστά τους, καθώς οι ψηφοφόροι τους θα μετακινηθούν σε μεγαλύτερα κόμματα, μεγαλύτερης δυναμικής. Η τηλεοπτική τους παρουσία ανύπαρκτη πλέον, καθώς δεν πρόκειται να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην επικείμενη εκλογική διαδικασία.
Για τη ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ δεν έχω να πω πολλά. Η παρουσία της θα κριθεί σε εκλογές πέρα και έξω από την κρίση, καθώς όπως και η ιστορία με τον πιο αναντίρρητο τρόπο δείχνει, σε περιόδους κρίσεων τέτοια κόμματα γνωρίζουν άνοδο. Προς το παρόν η τηλεοπτική τους παρουσία είναι απλά και μόνο γραφική. Η πολιτική τους παρουσία ανώφελη και εύχομαι αυτό να γίνει αντιληπτό και από τους ψηφοφόρους. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός κ. Πικραμμένος πιο επικοινωνιακός από οποιονδήποτε Πρωθυπουργό μέχρι τώρα, άνθρωπος εύχαρις, ευγενής, με διάκριση από ότι φαίνεται για το τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστός λάτρης της τέχνης, κάνει έξυπνα λογοπαίγνια με το όνομά του αμέσως μόλις αναλαμβάνει τα καθήκοντά του και σε προκαλεί να θέλεις να πιεις ένα τσάι μαζί του. Οψόμεθα.

ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΣΤΟΧΟΥΣ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΔΙ

VIDEO: Monday’s #Newsnight discussion between energy minister Papaconstantinou and economist Lapavitsas is here: http://t.co/3fqhQ
 Video: Είμαστε όλοι Έλληνες

Στην Ισπανία :http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=kknZN4nEJlk

Στη Γερμανία : Yesterday militants from several groups in Berlin organized protests in front of the Greek embassy in Berlin:
<http://www.youtube.com/watch?v=sJkjqWxCTdw>

Militants from Occupy Berlin organized also protests at the Berlin film festival Berlinale. Here you can find a video from the event:
<http://www.youtube.com/watch?v=npuqJwbuZ6s>

Occupy Düsseldorf is also organizing a protest tomorrow in Düsseldorf (also only in German, but with a video for the mobilisation):
<http://www.occupyduesseldorf.de/wp/2012/02/aufruf-solidaritat-mit-den-griechen/>

Κίτο . Δήλωση υποστήριξης  προς τον ελληνικό λαό

  Κίτο, Εκουαδόρ ,15 Φεβρουαρίου 2012

Τα κοινωνικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής και όλου του  Κόσμου, που συγκεντρώθηκαν στο Κίτο του  Ισημερινού , στην διεθνή συνάντηση με θέμα : «Πρόοδος της Νέας Περιφερειακής Χρηματοπιστωτικής Αρχιτεκτονικής και των Λογιστικών Ελέγχων του Χρέους», εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας προς τον ελληνικό λαό και στηρίζουμε την διαμαρτυρία του ενάντια στα  τραγικά  αντικοινωνικά  μέτρα    που επιβάλλονται από τις συνταγές και τα σχέδια που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με την «τρόικα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).

Σας συγχαίρουμε θερμά, για την έναρξη της εκστρατείας με σκοπό τη δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου επί του ελληνικού δημόσιου  χρέους, που  στηρίζεται  σε ένα ισχυρό δημοκρατικό κίνημα, για  να διενεργήσει πλήρη έλεγχο, ώστε  να διευκρινιστούν οι ευθύνες και οι καταχρήσεις στη  σύσταση  ενός παράνομου και απεχθούς χρέους . Ο εν λόγω έλεγχος απορρίπτει,  επίσης, την χιλιοχρησιμοποιημένη   στρατηγική ,που τόσο καλά γνωρίζουμε   στη Λατινική Αμερική, και  η οποία θέλει τις  διαπραγματεύσεις να βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών, των  ευρωπαίων γραφειοκρατών , των πολυεθνικών  οργανισμών  και των εκπροσώπων τους στην κυβέρνηση,  οι οποίοι  παρουσιάζονται σήμερα ως «τεχνοκράτες», ενώ είναι εκείνοι , ακριβώς, οι   υπεύθυνοι για τηνκρίση.

Στηρίζουμε τις ελπίδες μας στην εμπειρία που ταξίδεψε από την Λατινική Αμερική ενάντια στα νεοφιλελεύθερα σχέδια προσαρμογής και ελέγχου του χρέους, όπως συνέβη στην περίπτωση του Εκουαδόρ κατά την περίοδο 2008-2009 και οδήγησε σε  αναστολή πληρωμών για το μεγαλύτερο μέρος των ομολόγων του δημόσιου χρέους. Αυτή η εξαιρετικά αποτελεσματική ενέργεια  επέτρεψε τη ριζική μείωση του δημόσιου χρέους ταυτόχρονα με  την αύξηση των κοινωνικών επενδύσεων για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων.

Οι εναλλακτικές λύσεις, για τον ελληνικό λαό σήμερα, δεν είναι καθόλου εύκολες. Αν γνωρίζουμε ότι είναι πολύ μεγαλύτερο το κόστος της αποδοχής της υποχώρησης και της υποταγής μέσω των ολοένα  βαρύτερων  μέτρων   που επιβάλλονται, πρέπει  να πούμε όχι με αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια και να δώσουμε  προτεραιότητα στην  υπεράσπιση της ζωής, της δημόσιας περιουσίας και στο μέλλον του ελληνικού και του ευρωπαϊκού λαού  που σήμερα βρίσκονται σε κίνδυνο.

 Υπογράφουν :

CADTM internacional www.cadtm.org

CLAI Consejo Latinoamericano de Iglesias www.claiweb.org

LATINDADD  www.latindadd.org

Programa sobre la deuda ilegitima – Federación Luterana Mundial

ATTAC Argentina

Jubilee USA  www.jubileeusa.org

EDI Argentina

Auditoria Ciudadana de la Deuda – Brasil

Jubileo 2000 Red Guayaquil

CADTM Colombia

 


 ΑΝ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ…

Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ*

»Tα μυρμήγκια, προτού πεθάνουν, βγάζουν φτερά…»
Ο Πρίμο Λέβι διεκτραγώδησε την κτηνωδία των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος…». Ο σκληρός χειμώνας του 2011- 2012περιμένει ακόμη τον συγγραφέα που θα γράψει την ελεγεία της εποχής μας με τίτλο «Αν αυτή είναι η Ευρώπη…». Τελευταία Μεγάλη Ιδέα του ελληνικού αστισμού, αστεία φαντασίωση μιας κατ’ όνομα ανανεωτικής και στην πραγματικότητα κατοικίδιας Αριστεράς, η Ενωμένη Ευρώπη γίνεται στάχτη στο βωμό του κοινωνικού ολοκαυτώματος που προκαλούν τα οικονομικά πάντσερ της Άνγκελα Μέρκελ.
Κάποτε μια εικόνα αξίζει όντως όσο χίλιες λέξεις, κατά πως λένε οι Κινέζοι. Μια τέτοια εικόνα είδαν οι τηλεθεατές όλης της Ευρώπης το βράδυ της περασμένης Κυριακής, καθώς κάμερες και μικρόφωνα στην αίθουσα των Βρυξελλών έπιασαν στον ύπνο τους δύο πρωταγωνιστές: Ένας πελδινός υπουργός Οικονομικών της Πορτογαλίας να υποκλίνεται μπροστά στην αναπηρική πολυθρόνα- αυτοκρατορικό θρόνο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ικετεύοντας κάποια δανειακά ψίχουλα.
Λίγο αργότερα, οι Γερμανοί και οι ελάσσονες βαστάζοι τους, που επέβαλαν πραξικοπηματικά την κυβέρνηση Παπαδήμου στον ελληνικό λαό, ήταν οι ίδιοι που έσπευδαν να κατεξευτελίσουν τον εκπρόσωπό της, Ευάγγελο Βενιζέλο. Παρότι ο άνθρωπος τους έφερνε στο πιάτο τη συμφωνία των τριών πολιτικών αρχηγίσκων σε ό,τι τους ζητήθηκε από το Βερολίνο, Σόιμπλε, Γιούνκερ και ΣΙΑ έθεταν νέες αξιώσεις και τελεσίγραφα, συζητώντας πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να ζητήσουν έγγραφες δηλώσεις υποταγής ακόμη κι από την… Παπαρήγα και τον Τσίπρα!
Αντί για την ονειρεμένη «Ευρώπη των λαών», η Αγία Γερμανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία 2.0 αφήνει στην κυβέρνηση των Αθηνών λιγότερες εξουσίες απ’ ό,τι στο ναύαρχο της Ουγγαρίας. Δεν πρόκειται, βέβαια, γιασαδιστική συμπεριφορά επιγόνων ενός Κάιζερ ή ενός Φύρερ, αλλά για πολύ ψυχρό, στρατηγικό υπολογισμό. Μεθυσμένοι από την εκτίναξη των εξαγωγών και των πλεονασμάτων τους- αποτελέσματα μιας βιομηχανικής ανάπτυξης που στηρίχθηκε στη συντριβή του εργατικού κόστους- οι Γερμανοί, έχοντας καθυποτάξει τους Γάλλους, νοιώθουν παντοδύναμοι στην ηπειρωτική Ευρώπη, έτοιμοι να ανοίξουν πανιά στην παγκόσμια αρένα. Παρά τον κίνδυνο να εξωθήσουν όλους σχεδόν τους εταίρους τους σε μια οδυνηρή ύφεση, αρνούνται πεισματικά να χαλαρώσουν τη Δρακόντεια δημοσιονομική πολιτική τους (τυπώνοντας ευρώ, καθιερώνοντας ευρωομόλογα κ.α.) κατά το πρότυπο των Αμερικανών. Η Γερμανία εκτιμά ότι ΗΠΑ και Κίνα διογκώνουν διαρκώς φούσκες που δεν θα αργήσουν να εκραγούν και πιστεύει ότι, αν διατηρήσειμε νύχια και με δόντια ένα σκληρό ευρώ, θα χορέψει στο ταψί τα δύο κράτη – γίγαντες όταν έρθει η στιγμή της αλήθειας.
Σε μια παρόμοια στρατηγική, δεν χωράει κανένα έλεος για τη μικρή Ελλάδα. Πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως πυγμαχικός σάκος για να φρονηματιστούν όχι τόσο οι εξίσου αδύναμοι Πορτογάλοι, όσο η Ισπανία και η Ιταλία, που θα μπορούσαν πράγματι να κλονίσουν επικίνδυνα το κοινό νόμισμα. Γι αυτό το Βερολίνο θέτει με ωμό τρόπο το δίλημμα στην ελληνική ολιγαρχία: Είτε θα δεχθείτε να υποβιβαστείτε στην κατηγορία της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας-ισότιμα μέλη της Ε.Ε. όσο είναι ισότιμο μέλος της NAFTA το Μεξικόείτε θα εξοστρακιστείτε κλωτσηδόν από την ευρωζώνη.
Αυτό το εναγώνιο δίλημμα που αντιμετωπίζει η ελληνική ολιγαρχία, επιχειρεί να το μεταφέρει στον ελληνικό λαό με τον γνωστό εκβιασμό: Είτε επιβιώνουμε όπως- όπως μέσα στο ευρώ, είτε επιστρέφουμε στην εποχή των σπηλαίων με τη χρεωκοπία και την έξοδο από το ευρώ. Μόνο που το παραμύθι δεν πιάνει πια. Όχι μόνο γιατί τόχουν πει εκατό φορές και κάθε φορά που μας «διασώζουν» πλησιάζουμε πιο πολύ στη χρεωκοπία• ούτε μόνο γιατί εδώ που έχουμε φτάσει, ο ελληνικός λαός νοιώθει ότι δεν έχει τίποτα να χάσει από μια στάση πληρωμών, όπως ο βρεγμένος δεν έχει τίποτα να χάσει από τη βροχή• αλλά και γιατί οι πάντες ή σχεδόν οι πάντες (ακόμη και πολιτικοί σαν τη Βάσω Παπανδρέου και τη Λούκα Κατσέλη) ομολογούν πλέον ότι είναι ίσα- ίσα το εξοντωτικό Μνημόνιο ΙΙ και η ακόμη βαθύτερη ύφεσηπου θα ακολουθήσει είναι που θα φέρουν την αναπόφευκτη, πλέον, χρεωκοπία πιο κοντά και θα καταστήσουν την έξοδο από το ευρώ αναπότρεπτη.
Το στίγμα της σημερινής Ελλάδας καθορίζεται από τις Καρτεσιανές συντεταγμένες: Διεθνής ταπείνωση και υποβάθμιση- Κοινωνική καταστροφή και ανάφλεξη- Πολιτικό κραχ, με διάλυση του ΠΑΣΟΚ κατάρρευση του δικομματικού συστήματος. Στο συνδυασμό τους, αυτές οι τρεις εξελίξεις οδηγούν σε μια εθνική κρίση ιστορικών διαστάσεων, συγκρίσιμη μόνο με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Ναζιστική κατοχή. Σ’αυτό το φόντο, απέναντι στο μαύρο μέτωπο ΝΔ- ΠΑΣΟΚ- ΛΑΟΣ, η μαχόμενη, αντικαπιταλιστική Αριστερά, το θέλει δεν το θέλει, το φοβάται δεν το φοβάται, είναι υποχρεωμένη όχι απλά να «αντισταθεί», αλλά να σηκώσει στους ώμους της την υπόθεση της λαϊκής, δημοκρατικής αναγέννησης της Ελλάδας. Να συμπεριφερθεί όχι απλώς σαν δύναμη διαμαρτυρίας, αλλά σαν δύναμη μιας νέας, εργατικής- λαϊκής εξουσίας, στηριγμένης σε ένα ευρύ, ενιαίο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, που θα υπερβεί την παραλυτική πολυδιάσπαση. Αν δεν το πράξει, κινδυνεύει όχι μόνο να χάσει μια ιστορική ευκαιρία, αλλά κυριολεκτικά να σαρωθεί από το αντιδραστικό τσουνάμι που έρχεται, έστω και μετά από κάποια πρόσκαιρη εκλογική επιτυχία, που θα επιβεβαιώσει απλώς ότι τα μυρμήγκια, προτού πεθάνουν, βγάζουν φτερά…
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο thepressproject.gr.

Η Ευρωπαϊκή κρίση χρέους στρέφει τη Γερμανία ενάντια στην Ελλάδα

 του Larry Elliott  Guardian

μετφ: CYNICAL

Οι Γερμανοί θέλουν την Ελλάδα έξω. Αυτό είναι το καθαρό μήνυμα από την απόφαση του Eurogroup να αρνηθεί την προσφορά ενός φρέσκου πακέτου μέτρων λιτότητας σε αντάλλαγμα για τα 130 δις ευρώ του bail-out. Τις προηγούμενες μέρες έγινε φανερό με οδυνηρό τρόπο ότι η κυβέρνηση συνασπισμού της Ελλάδας είχε πραγματικό πρόβλημα στο να εξασφαλίσει τη συμφωνία, αλλά τώρα της ζητήθηκε να κόψει κι άλλα. Το Βερολίνο επιθυμεί περισσότερο πόνο και θυσίες.

 Οι Γερμανοί θα μπορούσαν να πουν ότι η σκληρή προσέγγιση δικαιολογείται από το ιστορικό της Ελλάδα να δίνει υποσχέσεις και μετά να τις αθετεί. Μετά τη μαζική υποβάθμιση των ευρωπαϊκών κρατών από την S&P τον προηγούμενο μήνα, οι λοιπές χώρες με το τριπλό ΑΑΑ, είναι περισσότερο από ποτέ αποφασισμένες να δείξουν την οικονομική τους πυγμή. Στη Γερμανία, υπάρχει βαθύ μίσος ενάντια στην Ελλάδα.

 Αλλά και οι Έλληνες δεν πάνε πίσω. Πιστεύουν ότι τα δρακόντεια μέτρα καταδικάζουν την οικονομία σε μόνιμη ύφεση και ότι σκοτώνουν την ανάπτυξη, όντας βέβαιοι ότι το πρόβλημα χρέους δεν θα θεραπευτεί. Το να σου ζητάνε να κόψεις παραπάνω, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι μάταιο, είναι κάτι παραπάνω από ταπεινωτικό.

 Το ερώτημα είναι πλέον αν οι Έλληνες σπρώχνονται σε μια κατάσταση να αρνηθούν τους βάρβαρους όρους της ειρήνης που τους προσφέρονται (Carthaginian peace terms) και να αποφασίσουν ότι η σκληρή ζωή που συνεπάγεται έξω από το ευρώ (η οποία και θα είναι σίγουρα), δεν θα είναι χειρότερη από την παρούσα, που τους προσφέρεται.

 Με μια σημαντική προειδοποίηση, αυτό θα είναι ένα καλό αποτέλεσμα για την Μέρκελ. Εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να αποχωρήσει από το ευρώ με τη θέλησή της, τότε η Μέρκελ θα μπορούσε να πει ότι έκανε όσα ήταν να κάνει για να κρατήσει το κοινό νόμισμα ανέπαφο, αλλά στο τέλος ήταν οι έλληνες αυτοί που αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα να φύγουν.

 Η εξήγηση είναι φυσικά ότι η αποχώρηση της Ελλάδας θα γινόταν με ομαλό παρά με άτακτο τρόπο. Αν οι Γερμανοί και οι υπόλοιπο σκληροπυρηνικοί τραβάνε το σκοινί είναι γιατί πιστεύουν ότι τους προηγούμενους μήνες οι ενέργειες της ΕΚΤ ήταν αρκετές ώστε να εξασφαλίσουν τη μη μετάδοση της μόλυνσης και στις άλλες υπερχρεωμένες χώρες και στο εύθραυστο τραπεζικό σύστημα της ΕΕ.

 Αυτό είναι η μια πλευρά του παιχνιδιού και μην εκπλαγείτε αν αποτύχει. Από τότε που κατέστη φανερό στο τέλος του 2009 ότι η Ελλάδα έχει ένα ηχηρό χρέος, ο χειρισμός της κρίσης ήταν πολύ αδέξιος. Και όπως είναι πασιφανές τίποτε δεν μάθανε στο δρόμο, όλον αυτό τον καιρό.

3 Σχόλια to “ΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ”

Σχολιάστε